Για μια θεολογική νοηματοδότηση της ψυχολογίας.

 

Ζητώ συγνώμη για τον «βαρύγδουπο» τίτλο. Ξέρω πως έχουμε μπαφιάσει από στρυφνά «θεολογικά» κείμενα που δεν προσφέρουν τίποτα στη ζωή μας. Η αληθινή θεολογία δεν είναι στρυφνή, μιας κι ο Θεός αποκαλύπτεται με την ίδια ευκολία στην ιδιοφυΐα, όσο και στο έμβρυο με σύνδρομο Down. Είναι σαν το οξυγόνο που ζωογονεί τον αέρα είτε αυτός στροβιλίζεται στη θύελλα, είτε είναι εντελώς ακίνητος. Όταν όμως πιάνουμε διανοητικά δύσκολα θέματα, ο τρόπος με τον οποίο αυτή η θεολογία διατυπώνεται γίνεται πολύπλοκος. Και προφανώς, το αν αυτό το κείμενο ενέχει οξυγόνο θεολογίας δε θα το κρίνω εγώ.

Πουλιά στη θάλασσα

Νιώθω παράξενα να μιλώ για θεολογία όταν τα ερωτήματά μου είναι συντριπτικά περισσότερα από τις απαντήσεις που έχω. Κι ακόμη περισσότερο όταν η ίδια η πίστη μου στο Θεό είναι μετέωρη. Αλλά η λύση δεν είναι πάντα το να μη μιλάμε. Μερικές φορές δεν έχουμε άλλη επιλογή. Τα ερωτήματα είναι επιτακτικά καθώς η ζωή μάς πετά σε μια θάλασσα και μας «εξαναγκάζει» να μάθουμε κολύμπι, ενώ εμείς είμαστε βρέφη που δεν ξέρουν καν τι θα πει νερό...

 

Ξεφύλλιζα το «Πένταθλον» του π. Βασίλειου Θερμού που γράφτηκε με αφορμή τις έριδες των τελευταίων ετών γύρω από το ρόλο της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής στην ορθόδοξη εκκλησία και σκέφτηκα καταθέσω μια βιβλιοπαρουσίαση που είχα κάνει για το «Αναζητώντας το Πρόσωπο» του ιδίου (έχει κάποια σχετικά σχόλια στο τέλος). Και μιας που μεγαλώνοντας ωριμάζουμε (υποτίθεται...) και σχηματοποιούνται με μεγαλύτερη σαφήνεια κάποια πράγματα, σκέφτηκα να μοιραστώ κάποιες επιπλέον σκέψεις.

Ο τίτλος του βιβλίου «Θεολογία και ψυχιατρική σε διάλογο» της Αποστολικής Διακονίας αποτέλεσε μια αφορμή της διαμάχης και νομίζω πως ήταν φυσικό να ξυπνήσει (και) υγιή αντανακλαστικά. Γιατί η αληθινή θεολογία κάνει μια προσπάθεια να αποτυπώσει την εμπειρία παρουσίας του Θεού που είχαν κάποιοι άνθρωποι. Και αν ο Θεός εμφανίζεται όποτε και όπως Αυτός θέλει, η επιστήμη δεν έχει τα εργαλεία να Τον ερευνήσει. Χρειάζεται να διευκρινίσουμε για τι είδους διάλογο μπορούμε να μιλάμε, δεδομένου ότι η θεολογία αναφέρεται σε διάσταση μη προσιτή από την επιστήμη (την ψυχιατρική εν προκειμένω). Αν ο Θεός δίνει νόημα σε κάθε πτυχή της ζωής, τότε η θεολογία νοηματοδοτεί την επιστήμη, όπως νοηματοδοτεί τα πάντα. Και μόνο κάποιος που έχει ταυτόχρονα εμπειρία του Θεού και γνώσεις ψυχιατρικής μπορεί να μιλήσει για το πώς αυτά σχετίζονται.

Σαν να μην έφταναν αυτές οι προκλήσεις, αποφάνσεις του τύπου «Οι ψυχολογικές εμπλοκές εμποδίζουν τη Χάρη (του Θεού)», επιτείνουν την σύγχυση. Κι ενώ διαισθάνομαι πως κάτι ιδιαίτερα κρίσιμο προσπαθεί να πει ο π. Βασίλειος που την ανέφερε, νομίζω πως η άτσαλη διατύπωση καθιστά την αντίδραση κάποιων ανθρώπων πολύ δικαιολογημένη.

 

Ωστόσο, η άλλη παράμετρος του προβλήματος είναι η κακοποίηση της λέξης «θεολογία», καθώς αυτό που πλασάρεται ως θεολογία συνήθως είναι καρπός της φαντασίας των ανθρώπων (συχνά και αγίων). Όταν αποδεχόματε λανθασμένες αντιλήψεις ως θεόπνευστες, αρχίζουν οι τραγωδίες και τα φονταμενταλιστικά ψευδοδιλήμματα... Γιατί έχοντας θεμελιώσει τη ζωή μας σε «απόλυτες αλήθειες» που τελικά διαψεύδονται, βλέπουμε ασυνείδητα τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια μας κι αμυνόμαστε επιτιθέμενοι. Ωστόσο αν θέλουμε να μιλάμε για έναν Θεό που είναι αληθινός, δεν θα μπορούσε να υπάρξει γνώση που Αυτός να μην «αγκαλιάζει». Κι όταν βρίσκουμε μιαν αλήθεια που απειλεί την πίστη μας, δεν πρέπει να λογοκρίνουμε την αλήθεια, αλλά να ωριμάζουμε και να έχουμε το θάρρος να επανεξετάζουμε αυτό που είχαμε ασπαστεί ως «θεολογία» [1]...

 

Μέσα στη σύγχυση και την ανασφάλεια που αυτά προκαλούν, ερχόμαστε συνήθως αντιμέτωποι με μια ολέθρια παγίδα (στην οποία πέφτω κι εγώ): Μην έχοντας αληθινό θεολογικό αισθητήριο και στεγνοί από αγάπη, εμπλεκόμαστε σε αδιέξοδα ψευδοδιλήμματα με αποτέλεσμα να αποξενωνόμαστε από τ’ αδέλφια μας και να σπείρεται ο θάνατος στις καρδιές μας. Και τελικά χάνουμε όλοι. Ακόμη κι οι «νικητές»... Δε ξέρω πώς να δώσω την έμφαση που θέλω σ’ αυτήν την τρομακτική παγίδα. Προκειμένου να μισηθούμε, ας μιλήσουμε για μαγειρική ή ας πάμε μια εκδρομή στο χιονισμένο Πήλιο. Ας μη διαλεγόμαστε με τον λογισμό. Γιατί, εγκλωβισμένοι στα ψευδοδιλήμματα, δεν θα βρούμε άκρη. Όταν τα πνεύματα ηρεμήσουν και η ομορφιά της ζωής ξανανοίξει λίγο την καρδιά μας, ίσως μας φωτίσει ο Θεός.

 

Πού να βρούμε λοιπόν την ισορροπία; Πού βρίσκεται το «μέτρο»; (Δεν είναι “μέσος όρος”).
Ας πάρουμε ένα ιστορικό παράδειγμα του τι μπορεί να σημαίνει μέτρο. Κάποτε η εκκλησία έκανε χρήση των ως τότε τεχνικών της ζωγραφικής για ν’ αναπτύξει την αγιογραφία. Αν χρησιμοποιείται σωστά, είναι ένα μέσο ευχαριστίας για τον αγιογράφο και μια μορφή ποιμαντικής για το ποίμνιο. Κι όμως. Αυτό το μέσο της ποιμαντικής έγινε αφορμή μεγάλων ερίδων στην εκκλησία. Και ναι μεν την Κυριακή της ορθοδοξίας συχνά εμφανίζεται ότι γιορτάζεται η επικράτηση των εικονολατρών, αλλά η αλήθεια είναι ότι και στις δύο πλευρές εμφώλευε αίρεση. Πολλοί εικονολάτρες είχαν διολισθήσει στην ειδωλολατρία. Η λύση όμως δεν ήταν η κατάργηση των εικόνων.

Ποια η αντιστοιχία με τη σημερινή κατάσταση; Θα μπορούσε να υπάρξει μια θεολογική νοηματοδότηση της ψυχολογίας ώστε η δεύτερη να συμβάλει στην ποιμαντική;

Πριν ψάξουμε απάντηση σ’ αυτό, πρέπει να τονιστεί ότι υπάρχει σύγχυση και άγνοια σε θέματα ορολογίας. Τι είναι ψυχή [2], τι είναι ψυχισμός και πως αλληλεπιδρούν; Το αντικείμενο της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής ποιο είναι;

Όσοι πιστεύουμε στο Θεό δεν λέμε ότι ο άνθρωπος δεν έχει εγκέφαλο που λειτουργεί με νευρικές συνάψεις και χημικές αντιδράσεις. Λέμε ότι ο Θεός ενεφύσισε [3] στο ευλογημένο μας σώμα, δίνοντάς του μια ιδιαίτερη φροντίδα. Όταν, λοιπόν, ο εγκέφαλος δυσλειτουργεί, το βουλητικό μας δυσκολεύεται να εκδηλωθεί, όπως ο τετραπληγικός δε μπορεί να μας αγκαλιάσει, όσο και να μας αγαπάει. Έτσι, κι ο άνθρωπος που πάσχει από ζάχαρο θα δυσκολευτεί να εκδηλώσει την αγάπη του λόγω του εκνευρισμού που του προκαλούν κάποιες χημικές ενώσεις. Κι ο άνθρωπος που έχει ταλαιπωρηθεί από ψυχολογική κακοποίηση κι έχει τέτοιες αναμνήσεις και συνειρμούς (και τα δύο εκδηλώσεις των νευρικών συνάψεων του εγκεφάλου) θα δυσκολευτεί να ζήσει όπως θα ήθελε.

Φυσικά, ο Θεός δε θα κρίνει τον τετραπληγικό που δε μας αγκάλιασε. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως δε πρέπει να προσπαθήσουμε να τον θεραπεύσουμε... Και η μεν ψυχιατρική βοηθά τον ψυχισμό (τον εγκέφαλο) μέσω χημικών ενώσεων. Η δε ψυχοθεραπεία με τη προσπάθεια να κάνει τις νευρικές συνάψεις του εγκεφάλου πιο λειτουργικές, επιδρώντας πάνω τους μέσω του λόγου.

 

Αυτή είναι λοιπόν η «ζωγραφική» που παρέδωσε ο κόσμος στην εκκλησία και που η εκκλησία θα έπρεπε να καταστήσει «αγιογραφία» χωρίς να την ειδωλοποιήσει. Κι όπως η ζωγραφική δε θα μπορούσε να αλλάξει τη θεολογία, αλλά νοηματοδοτήθηκε μέσα από αυτήν, έτσι κι η ψυχολογία αναζητά τη θεολογία που θα τη μεταμορφώσει [4]. Όμως για να γεννήσει μια εκκλησία τη θεολογία αυτή, πρέπει να είναι ζωντανή. Και να είναι ορθό-δοξη. Και κατά τη γνώμη μου, ορθόδοξη (ετυμολογικά) εκκλησία δεν υπάρχει. Όλοι αιρετικοί είμαστε και μόνο στον βαθμό διαφέρουμε.

Με την άγνοια και το ναρκισσισμό που μάς διακρίνει, πιστεύω πως θα παράγονται νοησιαρχικές και ψυχολο-γενείς «θεολογίες» που θα καπελώνουν την ψυχολογία στο όνομα της δήθεν μεταμόρφωσής της [5]. Οι τυφλοί θα «νουθετούν» τους μονόφθαλμους. Οι τυφλοί, που αγνοούν την ψυχολογία όσο και τη θεολογία. Η αληθινή θεολογία λειτουργεί σαν το οξυγόνο που ζωογονεί τον αέρα μ’ ένα τρόπο μυστικό, αφήνοντας τον άνεμο να κινηθεί σε όποια κατεύθυνση θέλει αυτός. Κι όπως το οξυγόνο είναι αόρατο, έτσι κι η θεολογία δεν είναι διακριτή από τον άνθρωπο που δεν έχει Θεό στη καρδιά του, όσο κι αν μελετά θεόπνευστα κείμενα. Γιατί, ο ταλαίπωρος, αναζητά την παράδοση σε προηγούμενη κατεύθυνση του ανέμου, ενώ το οξυγόνο της αληθινής θεολογίας μάς ζωογονεί όσο μαθαίνουμε ν’ αγαπάμε, φτιάχνοντας σπιτάκια Lego με το παιδί μας ή παίζοντας ποδόσφαιρο στην παραλία. Ή, ακόμη καλύτερα, καταθέτοντας τον λυγμό μας στην αγκαλιά ενός αγαπημένου προσώπου. (Ενώ ο «παραδοσιακός» διακηρύσσει: «Οι Πατέρες δεν έπαιζαν με Lego!»...)

 

Οι άγιοι δήλωναν την άγνοιά τους και το ότι «είναι σκότος» (οι ίδιοι), όχι από ταπεινολογία ή συμπλέγματα μειονεξίας, αλλά επειδή είχαν εμπειρία του μόνου Αληθινού μέτρου σύγκρισης. Εμείς όμως νομίζουμε πως είμαστε εργολάβοι της Αλήθειας και κρίνουμε τους πάντες, αποφαινόμαστε για τα πάντα. Το μόνο που καταφέρνουμε είναι να κακοποιούμε τη λέξη «ορθοδοξία» σε βαθμό του να έχει χάσει το ετυμολογικό της περιεχόμενο και ν’ αποπροσανατολίζουμε τραγικά ανθρώπους που κάνουν το λάθος να μας πάρουν στα σοβαρά.
Καλύτερο θα ήταν να συνειδητοποιήσουμε με συντριβή ότι δεν είμαστε ορθό-δοξοι. Και τότε ίσως αφήσουμε κάποιο χώρο στο Θεό να μας φωτίσει.

Ακολουθεί η βιβλιοπαρουσίαση που ήταν αφορμή και των προηγουμένων.

 

 

Αναζητώντας το πρόσωπο

Αληθής και ψευδής εαυτός κατά τον Donald Winnicott και κατά τον Αγ. Γρηγόριο Παλαμά.

π. Βασιλείου Θερμού

Τα ερωτήματα «Ποιος είμαι πραγματικά» και «πότε είμαι αυθεντικός και πότε ψεύτικος;» μπορεί να ηχούν θεωρητικά. Γι' αυτό, ξεκινώ την παρουσίαση με τις ομολογίες δύο ανθρώπων (επιλεγμένες από το βιβλίο):

«Ο Δημήτρης είναι 17 χρονών, μαθητής Λυκείου, με μια μικρότερη αδελφή. Οι γονείς του είναι επιστήμονες και συνειδητά πιστοί. Μιλά για τον εαυτό του με αξιοσημείωτη ακρίβεια και ευστοχία, ενδεικτικές του υψηλού διανοητικού του επιπέδου. «Μεγάλωσα πάντα με το προφίλ του εκκλησιαστικού παιδιού, αλλά τώρα νοιώθω ότι δεν ήμουν ο εαυτός μου. Γενικά είχα ενοχές όταν προσπαθούσα να είμαι ο εαυτός μου ή όταν κάτι μου άρεσε. Πρόσεχα την γνώμη των άλλων και έθαψα τα αισθήματα μου' τελικά τα σακάτεψα. Κατάπια τη λύπη μου όταν ένας από τους στενούς μου φίλους πέθανε. Απολάμβανα τα μαθηματικά και τώρα δεν μου λένε τίποτα. Έχω κατάθλιψη, σκέφτομαι και την αυτοκτονία ακόμη. Οι μόνες στιγμές που παίρνω χαρά είναι όταν ακούω μουσική ή παίζω την κιθάρα μου ή μπάσκετ με φίλους». (Δηλαδή σε δραστηριότητες που εμπλέκουν τα συναισθήματα και το σώμα, τα οποία είχαν αγνοηθεί)».

«Η Ζωή, 21 χρόνων, είναι φοιτήτρια της Ιατρικής, πρώτη από τρία παιδιά. Υπήρξε εκπληκτικά άριστη μαθήτρια, αποσπώντας τον θαυμασμό των δασκάλων της. Πάντοτε ήθελε να γίνει ψυχίατρος και προετοιμαζόταν ακούγοντας με προθυμία τα προβλήματα των φίλων της και δίνοντας λύσεις, γεγονός που την έκανε πολύ δημοφιλή. Διάβαζε βιβλία πιο προχωρημένα από την ηλικία της και ονειρευόταν ν' αλλάξει τον κόσμο. Από τα 17 της, όμως, άρχισε μια γενική κατάρρευση με την μορφή δυσθυμίας, της απροθυμίας να συγκεντρωθεί και να μελετήσει, των ψυχοσωματικών ενοχλημάτων κλπ. Λέει: «Μιλώ για τον εαυτό μου σαν να είναι άλλος. Σαν να κομματιάζω τον εαυτό μου, σαν να μην υπάρχω ολόκληρη. Σαν να μην είχα δικά μου συναισθήματα, νόμιζα πως το μυαλό είναι τα συναισθήματα». Ο ψευδεπίγραφος αλτρουισμός της υποχώρησε υπό το βάρος ομολογιών όπως: «Δεν μ' ενδιαφέρουν πια οι άλλοι διότι έχω μια αίσθηση ότι μου είναι προβλέψιμοι. Τελικά διαπιστώνω ότι τους ανθρώπους τους έβλεπα ως αντικείμενα προς παρατήρησιν.»!»

 

Τελικά η απάντηση στο ποιοι είμαστε πραγματικά δεν είναι τόσο αυτονόητη γιατί «ενώ η συνειδητή υποκρισία γίνεται εύκολα αντιληπτή και απ' τον ίδιο τον εαυτό και από τους άλλους, το αθέλητο υπαρξιακό ψεύδος (...) δύσκολα διαγνώσκεται, δυσκολότερα ομολογείται, ακόμη δυσκολότερα θεραπεύεται». Το πρόβλημα ξεκινά από τη βρεφική ηλικία όταν ο γονέας αναστέλλει τον αυθορμητισμό του βρέφους, απαιτώντας απ' αυτό να συμμορφωθεί με τις δικές του απαιτήσεις. Όταν γίνει αυτό, «το παιδί σπεύδει να συμμορφωθεί για να μη χάσει την αγάπη τους (των γονέων) με τίμημα την απάρνηση των συναισθημάτων και των επιθυμιών του». Και επειδή πηγή της επιθυμίας για το βρέφος είναι πρωτίστως το σώμα, μαθαίνει να αποξενώνεται και από αυτό. Βέβαια, «υπάρχει στον αληθή εαυτό ένα στοιχείο συμμορφώσεως μέσα στη φυσιολογική ζωή. Στην περίπτωση όμως του ψευδούς εαυτού το ποσοτικό πρόβλημα έγινε πλέον ποιοτικό, το άτομο έχει διαβεί το κατώφλι της παθολογίας».

Συνέπεια λοιπόν αυτής της αλλοτρίωσης είναι η αποξένωση του ανθρώπου απ' το σώμα, τα συναισθήματα και τις επιθυμίες του. Κι όπως παρατηρεί ο συγγραφέας, ο φιλόσοφος Βαρλαάμ υποστήριζε πως αυτή η αλλοτρίωση είναι προϋπόθεση του αγιασμού του ανθρώπου! Κατά τον Βαρλαάμ, «οι ενέργειες, όσες είναι κοινές του παθητικού (δηλ. των συναισθημάτων και των επιθυμιών) και του σώματος (...) ετοιμάζουν την ψυχή να στραφεί προς τα κάτω». Σύμφωνα μ' αυτά, πρέπει να νεκρώσουμε τα συναισθήματα και τη σχέση μας με το σώμα «ώστε να μην ενεργεί καμιά απ' τις δυνάμεις του». Ο άγιος Γρηγόριος, όμως, τού απαντά: «Πώς είναι δυνατόν αυτά που ο Θεός χορήγησε ως δώρο και όρισε ν' ανήκουν στην ανθρώπινη φύση ν' αποτελούν εμπόδιο για την σωτηρία του;». Εξηγεί πως αυτό που πρέπει να νεκρώσουμε δεν είναι τα συναισθήματα και οι επιθυμίες μας, αλλά ο προσανατολισμός μας προς την αμαρτία: «οι ερασταί των καλών δεν νεκρώνουν το παθητικό (...) διότι τότε δεν θα είχαν μέσο με το οποίο ν' αποξενωθούν από το πονηρό και να οικειωθούν το Θεό».

Θα δώσω μια απλή αναλογία. Ο Θεός μας χάρισε τα χέρια μας. Με αυτά, αν έχουμε την αμαρτία μέσα μας, θα μπορούσαμε να πάρουμε ένα πιστόλι και να σκοτώσουμε κάποιον. Ο Βαρλαάμ μπροστά σ ' αυτό το πρόβλημα θα έλεγε: «Άρα λοιπόν, πρέπει να κόψουμε τα χέρια μας.», ενώ ο άγιος Γρηγόριος θ' απαντούσε: «Αν κόψεις τα χέρια σου, δεν θα μπορείς ούτε ν' αγαλλιάσεις κάποιον. Δεν θα μπορείς να τον βοηθήσεις να σηκωθεί όταν πέσει κάτω. Αυτό που πρέπει να κόψεις δεν είναι τα χέρια σου αλλά η σχέση σου με την αμαρτία».

 

Πώς γεννάται όμως αυτή η αναπηρία; «Μια περιγραφή της οικογενειακής παθολογίας που γεννά την αποσύνδεση των συναισθημάτων από τον ψυχισμό θα μπορούσε να είναι η εξής: Από πολύ νωρίς τα παιδιά διδάσκονται να καταπιέζουν, ν' απωθούν, να στεγανοποιούν ή κάπως αλλιώς να παραμορφώνουν τις φυσικές συναισθηματικές τους αντιδράσεις προς ανθρώπους και γεγονότα, έτσι ώστε στην εφηβεία να εμφανίζονται ανίκανοι να έχουν εμπειρία ολόκληρων τμημάτων του εαυτού τους...Το παιδί συχνά γελοιοποιείται ή τιμωρείται όταν εκφράσει συναίσθημα που οι γονείς θεωρούν απαράδεκτο ή για κάποιο λόγο απειλητικό προς το οικογενειακό σύστημα (συνηθέστερα συναισθήματα σεξουαλικά, θυμού, ανταγωνιστικότητος)». Αλλά και «εν γένει η κοινωνία προάγει την αποξένωση από τα συναισθήματα και τις επιθυμίες στο βωμό της συμμορφώσεως, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να αισθάνεται μηχανή και αντικείμενο».

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο ψευδής εαυτός δεν μπορεί να κάνει διάκριση μεταξύ ηθικής και συμμόρφωσης: γιατί αντί να μάθει ν’ αγαπάει, έμαθε να υποτάσσεται, να μιμείται την αγάπη εξωτερικά (όπως κάνουν και πολλοί αιρετικοί που «κατά βάθος αυτονομούν την ηθική απ’ την οντολογία»). Ωστόσο, η υγιής ηθική είναι καρπός της αγάπης και η ουσία της αμαρτίας συνίσταται στην διάρρηξη αυτής της σχέσης αγάπης με το Θεό ή τον συνάνθρωπο (π.χ. ο «ηθικός» ψευδής εαυτός δεν κλέβει γιατί «απαγορεύεται» ενώ ο αληθής εαυτός, όταν ζει εν Θεώ, δεν κλέβει γιατί δεν θέλει να στερήσει το κλοπιμαίο απ’ τον συνάνθρωπο του). Και είναι η σχέση προσώπων (η αγάπη) αυτή που μας κάνει όχι ν’ απωθούμε τις ενορμήσεις (παρορμήσεις) μας, αλλά να τις «προσωποποιούμε» ενσωματώνοντάς τες στον αληθή εαυτό μας (π.χ. όταν η σεξουαλικότητα δεν απωθείται, αλλά, μέσα από τη σχέση βοηθά στη γέννηση του έρωτα).

Μάλιστα, «Η εκτός-εαυτού ηθική του Ψεύτικου Εαυτού, η ηθική της υποταγής (που είναι ανηθικότητα) είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Η αποτυχία όχι σπάνια συναντάται και με την δραματική μορφή της αποτινάξεως κάθε ηθικής αρχής και φραγμού. Πρόκειται για μία μορφή «νεμέσεως» απέναντι στην «ύβριν» που, κατά τον Lambert, εισάγει η ηθική αυτονόμηση του ψευδούς εαυτού». Αυτή είναι και μια ακραία περίπτωση των εκδηλώσεων που στεγάζονται κάτω από τον όρο «κρίση της εφηβείας»:«Οι εκδηλώσεις αυτές τις περισσότερες φορές συνιστούν τρόπο (αδέξιας πολύ συχνά) αναζητήσεως του προσώπου και πεδίο φανερώσεως του αληθούς εαυτού, λόγω της ρευστοποιήσεως και επαναδιαπραγματεύσεως της μέχρι τότε ψυχικής οργανώσεως τις οποίες η εφηβεία κινητοποιεί.»

 

Ο Ψευδής εαυτός, λοιπόν, δεν μπορεί να έχει αληθινό ήθος γιατί δεν ξέρει να σχετίζεται. Όμως, «Γιατί η άρνηση του σώματος, των συναισθημάτων και των επιθυμιών δεν επιτρέπει κοινωνία με τον άλλο; Κατ' αρχήν γιατί η κοινωνητική εργασία πρέπει ν' αρχίσει από την ίδια την ύπαρξη. (...) Αν η ανθρώπινη φύση μέσα στην ίδια υπόσταση δεν απολαμβάνει ενότητα, επόμενο είναι να πάσχει η κοινωνητική της ιδιότητα και στην σχέση με άλλα πρόσωπα».
Δυστυχώς όμως, «Η επανένταξη της επαφής (με τα συναισθήματα και τις επιθυμίες) προσκρούει συχνά στις πνευματικού-ηθικού χαρακτήρα ενστάσεις του ενδιαφερομένου: Πώς θα βρεθεί τόπος για συναισθήματα και επιθυμίες όταν αυτά αξιολογούνται ως εφάμαρτα; Πώς να συνειδητοποιηθεί το άγχος όταν έχει συνηθίσει να το θεωρεί ολιγοπιστία, ο θυμός όταν ερμηνεύεται ως έλλειψη αγάπης, οι προσωπικές επιθυμίες όταν δυσφημούνται ως εγωισμός; Οι αναδύσεις αυτές διευκολύνονται και μπορούν ν’ αποβούν πραγματικά εποικοδομητικές όταν υποβοηθούνται είτε από ειδικό είτε από ευαισθητοποιημένο ποιμένα και πάντως ελεύθερο από αντίστοιχες δικές του εμπλοκές. (...) Ο Ψευδής εαυτός καλείται ν’ αντιληφθεί πως η πνευματική θεραπεία δεν συμπίπτει με την απώθηση ή την άρνηση και ότι για να εξαγιαστεί μια λειτουργία πρέπει πρώτα να υπάρχει». Ιδιαίτερα όταν ο Θεός ενσαρκούμενος κατέδειξε πως: «Επειδή είναι ο ίδιος η πηγή του αισθάνεσθαι και του επιθυμείν, καλεί τον άνθρωπο σε προσωπική επικοινωνία με το να τον ανυψώνει σε πρόσωπο που αισθάνεται και επιθυμεί».

 

Η σύνοψη αυτή δεν θα μπορούσε να εξαντλήσει το περιεχόμενο του βιβλίου που είναι μικρό, αλλά πυκνό σε νοήματα. Ενδεικτικά, παραθέτω τρία θέματα που εμπεριέχονται σ' αυτό και δεν αναφέρθηκαν: οι ψυχολογικές αναπηρίες των ποιμένων που διαιωνίζουν την ψυχοπαθολογία αυτή υπό το προκάλυμμα μιας διαστροφής της Χριστιανικής διδασκαλίας. Το ότι η υποτίμηση του σώματος είναι γενεσιουργός δύναμη μισογυνικών ποιμαντικών πρακτικών. Το πώς η νέκρωση του παθητικού της ψυχής δημιουργεί μια ψευδαίσθηση αυτάρκειας που υποθάλπει τον ναρκισσισμό.

 

Θα κάνω κάποια σχόλια και σ' έναν γενικότερο προβληματισμό που τίθεται: «Πώς είναι δυνατό η ψυχολογία που είναι καρπός της διανόησής μας να συμβάλλει στην ποιμαντική της Εκκλησίας η οποία έχει σκοπό τη Θέωσή του;». Εδώ συναντούμε μια αντίληψη που μοιάζει να υποστηρίζει πως η σκέψη οφείλει ν’ αποκλειστεί από την ποιμαντική, αλλά ένα παράδειγμα ίσως διασαφηνίσει καλύτερα αυτό το σημείο. Όταν στην Αμερική καταργήθηκε η δουλεία για τους μαύρους, πολλοί από αυτούς προτίμησαν να παραμείνουν σκλάβοι. Υπήρξαν αρκετοί λόγοι γι’ αυτό, αλλά ένας ήταν ότι δεν γνώριζαν άλλον τρόπο ύπαρξης. Δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν έξω από την υποταγή. Αν κάποιος απ' αυτούς ήταν συνειδητός πιστός, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα έδειχνε σπάνια υπακοή. Ο πνευματικός του, ωστόσο, θα έπρεπε ν' αντιληφθεί πως η υπακοή του συγκεκριμένου ανθρώπου ήταν πιθανότατα ψυχολογικής “ποιότητας”. Οφειλόταν στο ότι δεν ήξερε, δεν τολμούσε να λειτουργεί ως ελεύθερο πρόσωπο. Όμως η υγιής παράδοση στο θέλημα του Θεού έχει άλλη αφετηρία: έρχεται σαν καρπός της ελεύθερης κίνησης, της εμπιστοσύνης του ανθρώπου προς το Θεό, χωρίς ο άνθρωπος να πνίγει την επιθυμία του, αλλά να τη στρέφει προς Αυτόν. Πόσοι άλλοι άνθρωποι δεν έχουν κρυφτεί πίσω απ’ την ψευδεπίγραφη «υπακοή» στο (επίσης ψευδεπίγραφο) «θέλημα του Θεού» γιατί δεν είναι σε θέση ν' αναλάβουν την ευθύνη της ζωής τους; Δεν χρειάζεται να είναι κανείς φορέας του Αγίου Πνεύματος για να το καταλάβει αυτό. Αρκεί η κοινή λογική. Είναι μια στοιχειώδης ψυχολογική διαπίστωση που, στον βαθμό που δεν κατέχουμε, έχει τρομακτικές συνέπειες στην ποιμαντική: «ανακηρύσσουμε» μια καίρια ψυχολογική αναπηρία σε δώρο του Θεού και πνευματική κατάκτηση!

 

Η αληθής θεολογία δε μπορεί παρά ν’ αγκαλιάζει τον κόσμο κι επομένως και την επιστήμη του κόσμου. Βέβαια, στον τρόπο που αυτές σχετίζονται υπάρχουν δύο παρεκτροπές. Η πρώτη είναι το να καθιστούμε την επιστήμη (εν προκειμένω, την ψυχολογία) «θεολογία» (θεωρώντας π.χ. πως αγιότητα είναι η εξυγίανση του ψυχισμού του ανθρώπου και όχι η συνάντησή του με τον Θεό). Η δεύτερη παρεκτροπή είναι το να λογοκρίνουμε την επιστημονική γνώση εν ονόματι της «θεολογίας».

Φαίνεται βέβαια ν' απαιτείται μια πιο λεπτή διερεύνηση του πώς αλληλεπιδρούν το βουλητικό, η «καρδία» ή η «ψυχή» με τον ψυχισμό (που είναι αντικείμενο της ψυχολογίας). Ωστόσο, οι δύο φαινομενικά αντίθετες παρεκτροπές μάλλον αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: της αποξένωσης της «θεολογίας» μας απ' τον Θεό και της ανεπίγνωστης εξάντλησης του προορισμού της στα όρια του «κόσμου τούτου». Αυτό φαίνεται και από το ότι στην πρώτη παρεκτροπή η «θεολογία» συστηματοποιείται και χρησιμοποιεί αποκλειστικά τη μεθοδολογία της επιστήμης, ενώ στη δεύτερη νιώθει πως απειλείται από αυτήν. Ίσως τέτοιου είδους ψευδοδιλήμματα να είναι ένδειξη μιας ανάγκης σαφέστερης συνειδητοποίησης του τι είναι θεολογία και τι σημαίνει «σωτηρία της ψυχής».

 

Κλείνω με ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Ο Γέρων Σιλουανός» του αρχιμανδρίτη Σωφρονίου Σαχάρωφ (εκδ. Ορθόδοξη κυψέλη σ. 29).
«Ημείς οι άνθρωποι, αδυνατούμεν να διεισδύσωμεν τελείως εις το μυστήριον ακόμη και της ατομικής ημών πνευματικής ζωής. Προσιτή εις ημάς είναι η ενδοσκόπησις ή η παρατήρησις της εσωτερικής ημών πνευματικής ζωής, όταν η τελευταία προσλαμβάνει μορφήν ψυχολογικών φαινομένων. Αδυνατούμεν όμως να προσδιορίσωμεν ο,τιδήποτε κατ’ ουσίαν. Και τούτο διότι η πρώτη βάσις παντός Χριστιανικού ψυχο-θρησκευτικού γεγονότος είναι ενέργεια του Πνεύματος του Θεού [6], απροσδιόριστος και απολύτως ελευθέρα.
«Το Πνεύμα όπου θέλει πνεί, και την φωνήν Αυτού ακούεις, αλλ' ουκ οίδας πόθεν έρχεται και πού υπάγει' ούτως εστί πας ο γεγεννημένος εκ του Πνεύματος» (Ιωαν. γ' 8)».

 

Δημήτρης Μουρούλης

 

Απάντηση του π. Βασιλείου Θερμού

 

(Πριν δημοσιευτεί το «για μια Θεολογική νοηματοδότηση της ψυχολογίας», το έστειλα
στον π. Βασίλειο τόσο για μοίρασμα, όσο και για να μου επισημάνει μήπως σε κάποια σημεία
αλλοιώνω τα λεγόμενά του. Παραθέτω την απάντησή του, μετά από τη δική του παρότρυνση.)

 

(…) Σχετικά μέ τους προβληματισμούς που μου έγραψες: συμφωνώ, θα ήταν πολύ θετικιστικό να θεωρούσαμε ότι ο Θεός περιορίζεται από τις αναπηρίες μας. Υπό τις συνθήκες της εκπομπής δεν θα μπορούσα να πω κάτι καλύτερο. Αυτό που εννοώ είναι ότι πολλές φορές σωπαίνει ενώ εμείς είμαστε βέβαιοι ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για το ψυχολογικό μας πρόβλημα. Στην πραγματικότητα όμως μπορούμε και εδώ μπαίνει η ψυχοθεραπεία σαν ενεργοποίηση του ίδιου του ανθρώπου με το συνειδητό και το ασυνείδητο του. Και τότε η σιωπή του Θεού γίνεται (πρόσ)κληση Του. Η "ανικανότητα" Του δεν είναι αδυναμία ή μηχανιστικότητα, αλλά πράξη αγάπης.

Θα με ρωτήσεις: Και τι γινόταν στο παρελθόν όταν για αιώνες οι ψυχικά διαταραγμένοι δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι; Νομίζεις ότι έχω όλες τις απαντήσεις; Πώς αλλιώς θα έβρισκε ο μέγας ιεροεξεταστής να κατηγορήσει τον Χριστό αν δεν υπήρχαν αυτά τα κενά, αυτές οι "υπερβολικές απαιτήσεις Του";

Γιατί κάποιοι φορτώνονται μία ψυχιατρική ή χαρακτηρολογική διαταραχή που υπερβαίνει τις δυνατότητες τους να πράξουν κάτι ή να καταλάβουν αυτά που πρέπει ή τουλάχιστον να έχουν πρόσβαση σε βοήθεια; Έχω τα ίδια ερωτήματα, απλώς έχω μάθει να Τον εμπιστεύομαι.

Όσο για τον διάλογο ψυχιατρικής και θεολογίας, νοιώθω να με εκφράζει όσο ακριβώς και οι δικές σου θέσεις. Αρκετά έχουμε υποφέρει (και συ νομίζω) από τους διάφορους μονόλογους. Επειδή η θεολογία εκπροσωπείται από συγκεκριμένους ανθρώπους, με πάθη και στρεβλώσεις, για να φτάσει να νοηματοδοτεί τα πάντα πρέπει προηγουμένως αυτοί οι άνθρωποι να μάθουν ν' ακούνε και να συζητούν, να μην αισθάνονται παντογνώστες και παντοδύναμοι, να καταλάβουν τις έννοιες κτλ. Αυτό το "άχαρο" έργο είναι απαραίτητο να γίνει προκειμένου να υψωθούμε στη μεγαλωσύνη της αληθινής θεολογίας που περιγράφεις. Και τότε και η θεολογία θα ωφεληθεί, υπό την έννοια ότι εμπλουτίστηκαν οι εννοιολογικές κατηγορίες της.

Ο προφήτης Ησαΐας γράφει εξ ονόματος του Θεού κάτι συγκλονιστικό προς τη Νέα Ιερουσαλήμ, τη μελλοντική Εκκλησία: "Θα θηλάσεις γάλα εθνών"! Θα τρέξουν δηλαδή τα έθνη (πολιτισμοί, επιστήμες κτλ.) να προσφέρουν το γάλα τους να θρέψουν την Εκκλησία (και θεολογία), η οποία διατηρώντας την ταυτότητα της το μεταβολίζει. Σκέφτομαι ότι το ίδιο έκαμε η ανθρωπότητα δια της Παναγίας προς τον Χριστό. Να γιατί η αρνητικότητα προς την επιστήμη δεν λαμβάνει αρκετά υπ' όψιν την Ενανθρώπηση. Ούτε καν τη Δημιουργία.

Το πιο πολύτιμο σημείο του γράμματος σου είναι όταν γράφεις για τον κίνδυνο παλεύοντας για το σωστό να σκορπίζουμε το θάνατο μέσα μας και γύρω μας.

Να προσεύχεσαι γι’ αυτό σε παρακαλώ.

 

 


 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ (αρχικού κειμένου):

 

1:Σήμερα π.χ. ξέρουμε ότι κείμενα όπως του λ.χ. του αγ. Γρηγορίου Νύσσης που υποστηρίζουν ότι κάποτε δεν υπήρχαν θάνατος ή σαρκοφάγα ζώα δεν μπορούν να σταθούν. Αν θα μπορούσε κάποιος να τα αποκαλέσει θεόπνευστα, είναι μόνο στο βαθμό που αποτελούν μια προσπάθεια κατανόησης του πώς ένας Θεός αγάπης δημιούργησε έναν κόσμο στον οποίο τελικά το ένα ζώο κατασπαράσσει το άλλο. Ανέφερα ένα καταφανές παράδειγμα, αλλά ο κατάλογος της «θεολογίας» που δεν είναι θεόπνευστη είναι τεράστιος. Συχνά ονομάζονται «θεολογία» και ανθρωπολογικές αντιλήψεις που αποδεικνύονται ατελείς ή προβληματικές (βλ. υποσημείωση 3). Στην περίπτωση της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής, τα προβλήματα «ασυμβατότητας» ξεκινούν από εκεί, καθώς η ψυχή συγχέεται με τον ψυχισμό και κάθε ψυχολογικό πρόβλημα θεωρείται πνευματικό.

2:  Είναι η «καρδία» που αναφέρουν οι Πατέρες;

3: To τι είναι η ψυχή και το αν είναι «ξεχωριστή» ουσία από το σώμα είναι δύσκολο ζήτημα που δεν έχει σαφή απάντηση. Τελικά ίσως η πρόσβασή μας στην οντολογία –στην επιστήμη και, ακόμη περισσότερο, στη μεταφυσική– είναι τόσο περιορισμένη, ώστε μπορούμε να ελπίζουμε μόνο σε λειτουργικές νοητικές αναπαραστάσεις της πραγματικότητας. Οποιαδήποτε οντολογική βεβαιότητα μού φαίνεται αφελής. Πάντως μια ενδιαφέρουσα θέση για το θέμα αναφέρει ο Χρήστος Γιανναράς στο άρθρο του «Ανθρωπολογικές προϋποθέσεις»:

«Σήμερα, οι περισσότεροι άνθρωποι, σχεδόν αυτονόητα, κατανοούν τη λέξη ψυχή περισσότερο με το αρχαιοελληνικό (κυρίως το πλατωνικό) και λιγότερο με το βιβλικό νόημα της: Πιστεύουν ότι, όπως υπάρχει μέσα στο σώμα του ανθρώπου το αίμα, η λέμφος, ο μυελός των οστών, έτσι υπάρχει και ένα άυλο στοιχείο, πνευματικό, ουσιαστικά διαφορετικό από τα υλικά συστατικά μας, κι αυτό ακριβώς είναι η ψυχή -κάτι αερώδες και απροσδιόριστο, που όταν πεθαίνουμε βγαίνει από μέσα μας μαζί με την τελευταία πνοή και πηγαίνει κάπου αλλού.

Δεν είναι όμως αυτό το βιβλικό νόημα της λέξης. Οι Εβδομήκοντα μεταφραστές της Π.Δ. μετέφεραν στα ελληνικά με την λέξη ψυχή το εβραϊκό "ne-phesch", που είναι ένας πολυσήμαντος όρος. Ψυχή ονομάζεται κάθε τι έμβιο, κάθε ζώο, συνηθέστερα όμως μέσα στη Γραφή πρόκειται για τον άνθρωπο. Δηλώνει τον τρόπο με τον οποίο η ζωή εκδηλώνεται στον άνθρωπο. Δεν αναφέρεται σε ένα μόνο τμήμα της ανθρώπινης ύπαρξης -το πνευματικό, σε αντίθεση προς το υλικό- αλλά σημαίνει τον ολόκληρο άνθρωπο, ως ενιαία ζωντανή υπόσταση. Η ψυχή δεν κατοικεί απλώς στο σώμα, αλλά εκφράζεται με το σώμα, που κι αυτό, όπως και η σάρκα ή η καρδία αντιστοιχεί στο εγώ μας, στον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούμε τη ζωή».

4:Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου «Θεολογία και ψυχιατρική σε διάλογο» αντιγράφω: «(…) Η επιστήμη κατηγορείτο για ορθολογισμό και αθεΐα, η Εκκλησία για αναχρονιστικότητα και σκοταδισμό.

Όμως, τριγύρω μας ο κόσμος συνέχιζε να πονά. Και όσο περνούν τα χρόνια η κοινωνία ψυχραίνεται, η ψυχή των ανθρώπων αγριεύει περισσότερο. Υπό την πίεση των πραγμάτων, τελικά, η Θεολογία και η Ψυχιατρική άρχισαν να ανακαλύπτουν ότι μπορούν να συζητούν.». Υπό την πίεση των πραγμάτων δεν μπορούμε να μένουμε απαθείς! Όμως η Θεολογία «συζητά» π.χ. με τη ζωγραφική; Και αν ναι, με ποιο τρόπο; Αυτά είναι πολύ λεπτά θέματα που μπορεί να φαίνονται λεπτομέρειες, αλλά πάνω στα οποία πατά ο λογισμός για να αποξενώσει τις καρδιές αδελφών που αναζητούν τον ίδιο Θεό… Η ίδια η ζωή μάς καταδεικνύει ότι δεν είναι ασήμαντα.

5: Μια παρόμοια απόπειρα «καπελώματος» είχε παρατηρηθεί και στην αγιογραφία τις τελευταίες δεκαετίες, π.χ. με την κριτική στις «ελευθεριάζουσες» αγιογραφίες του π. Σταμάτη Σκλήρη. Είναι θλιβερό το πόσοι άνθρωποι πίστεψαν ότι η θεολογία των εικόνων εντοπίζεται στην Βυζαντινή τεχνοτροπία (κι όχι ότι απλά εκφράστηκε μέσω αυτής, όπως θα μπορούσε να εκφραστεί και μέσω π.χ. του εμπρεσιονισμού). Κατά τη γνώμη μου επρόκειτο για ευσεβοφανή ειδωλολατρεία (της Βυζαντινής τεχνοτροπίας). Ευτυχώς που σε αυτήν την περίπτωση, το «καπέλωμα» δεν επεκτάθηκε και στη ζωγραφική...

6: Τα ψευδοδιλλήματα αρχίζουν όταν δεν έχουμε εμπειρία «ενέργειας του Πνεύματος του Θεού». Γιατί τότε είμαστε «τυφλοί» κι επιπλέον δεν έχουμε την δυνατότητα να το αντιληφθούμε (όπως ο τυφλός που δεν αντιλαμβάνεται το κόκκινο από την περιγραφή του, ό,τι και να νομίζει)! Έτσι, τείνουμε να «ερμηνεύουμε» τη Θεολογία με αποκλειστικά ψυχολογικά κριτήρια, π.χ. όταν εξομολογείται κανείς και αποδίδει στην «Άκτιστη Χάρη» την αποφόρτιση της ενοχής απέναντι στον «Θεό» που έχει μορφοποιήσει ο ψυχισμός του.