Σαν κάθε νέος, βάλθηκα κι εγώ να γίνω μεγαλοφυΐα,

μα παρενέβη ευσπλαχνικά το γέλιο...

Lorenz Darrel Αλεξανδρινό Κουαρτέτο. ΙΙΙ: Κλέα.

 

Πώς να ψηλαφίσεις τον Θεό, εφ’ όσον πιστέψεις σε Αυτόν; Πώς να αποτολμήσεις, ως κόκκος σκόνης του σύμπαντος, τέτοια «βλασφημία»;

 

Στο δεύτερο ερώτημα υπάρχει μια εκπληκτικά απρόσμενη απάντηση: Γιατί ο Ίδιος σου το ζήτησε… Υπάρχει μια πληροφορία πως αυτός ο μεγαλειώδης κόσμος φτιάχτηκε από έναν Θεό που είναι Αγάπη, Ελευθερία, Ταπείνωση και Ζωή. Κι ότι αυτός ο Θεός, έγινε άνθρωπος και θυσιάστηκε για να σώσει και τον πιο περιφρονημένο. Θα μπορούσε να φανταστεί κανείς πιο ελπιδοφόρο μήνυμα για τον προορισμό του ανθρώπου, πιο βαθιά καταξίωση της φύσης του;

 

τοπίο

Αυτά όμως είναι, για τους περισσότερους, χιλιοειπωμένα λόγια που η πείρα τούς έχει διδάξει να μην τούς λένε και πολλά. Κάτι σαν τις διαφημίσεις της ερωτικής πληρότητας που «υπόσχεται» ένα γιαούρτι 0%... Γιατί έγινε αυτό; Πώς καταφέραμε να μετατρέψουμε την αγαπητική θυσία του Ιησού σε ξενέρωτο παραμύθι ή, ακόμη χειρότερα, σε φαρμάκι που δηλητηριάζει την Ιστορία; Πώς την μετατρέψαμε στα βασανιστήρια και τις σταυροφορίες του Καθολικού Μεσαίωνα, τον νομικισμό τόσων Προτεσταντών ή τον φονταμενταλισμό τόσων Ορθοδόξων;

 

 Γιατί τέτοια αγάπη της ανθρωπότητας για σκοτάδι;

 

...Ίσως γιατί, μέσα στην ανθρώπινη αγωνία μας για βεβαιότητες, πέσαμε στον δεύτερο πειρασμό του Ιησού στην έρημο: Τον πειρασμό να εκβιάσουμε τον Θεό. «Αποφασίσαμε» ότι θα μπορούσε την Αλήθεια να την κλειστεί σε «εκκλησίες»-ιδρύματα, σε προτάσεις, δόγματα ή τελετουργίες. Μπροστά στην ευθύνη της ελευθερίας με την οποία είμαστε αμετάκλητα «δέσμιοι», προτιμήσαμε την «βεβαιότητα» της θρησκείας, από την οδυνηρή ασκητική της Ταπείνωσης και της Αγάπης που θα άνοιγε τον δρόμο για την γνώση Του.

 

Αλλά αν η Αλήθεια είναι Υπέρλογη, δεν κλείνεται σε λέξεις. Αν είναι Πρόσωπο, τότε συναντάται μόνο σε πρόσωπα που Την γνωρίζουν. Κι είναι αυτά τα πρόσωπα που αποτελούν την Εκκλησία και διασώζουν την Αλήθεια της.

 

Ίσως, λοιπόν, το Μυστήριο της Εκκλησίας να είναι η ακροβασία μεταξύ προσωπικής ευθύνης και παράδοσης στο Θεό. Η πρόκληση του να υπερβαίνουμε τον θεσμό χωρίς να χάνουμε το πρόσωπο του αδελφού. Να απορρίπτουμε την αίρεση που μας περιβάλλει, χωρίς να φτιάχνουμε δική μας. Να διακρίνουμε το Φως της Παράδοσης, χωρίς να μας θολώνουν την σκέψη τα σχήματα που έφερε στο Ιστορικό της πλαίσιο. Κι όλα αυτά παρά στην ανείπωτη ανεπάρκειά μας... Εξωθούμαστε έτσι να ν’ αγαπήσουμε, να ταπεινωθούμε ώστε να αποκτήσουμε στοιχειωδώς τα κριτήρια. Είναι ασύλληπτος ο άθλος.

 

            Στο βαθμό όμως που θα το καταφέρουμε, ίσως γίνουμε κι εμείς Εκκλησία για άλλους. Πιθανώς χωρίς να το περιμένουνε. Και σίγουρα αφού κατακτήσουμε το ευσπλαχνικό γέλιο...

 

Η συντακτική ομάδα.