Τραγουδώντας παραδοσιακά τραγούδια....

 

Ακούμε, τραγουδούμε, παίζουμε και χορεύουμε τους ήχους, τις μελωδίες, τους ρυθμούς και τους στίχους των παλιών. Κι όταν κυλούν στο αίμα μας πια τα παραδοσιακά τραγούδια, τότε συνθέτουμε, δημιουργούμε τους σκοπούς και τα λόγια από το δικό μας κόπο και βίωμα, από τις δικές μας χαρές και λύπες. Κι αυτά, τα καινούρια τραγούδια είναι αυτά που θα δώσουμε στους επόμενους. Αυτή είναι η παράδοση της γενιάς μας. Το είπε και η Μάρθα, όταν ρωτήθηκε από πού είναι το εκπληκτικό παραδοσιακό που μας τραγούδησε: «Δε ξέρω, δικό μου μάλλον, από τους τόπους και τους ανθρώπους που αγαπώ. Γιατί τι άλλο είναι η παράδοση, αν όχι εμείς; Παραλάβαμε, φτάνει ως εδώ. Τώρα παραδίδουμε».

Μυστακίδης

 

Ίσως αυτή η διδασκαλία που λέει ότι «είμαστε όλοι παιδιά του Θεού Πάτερα» μας έχει καταστρέψει. Ένας ο Πάτερ ημών, καμπόσοι οι πατέρες της εκκλησίας, βάλε και τους πνευματικούς πατέρες, έχουμε πήξει στους μπαμπάδες. Ιδίως οι τελευταίες γενιές που σχεδόν γερνάμε δίπλα στους φυσικούς μας γονείς και δε σκοπεύουμε, αναβάλουμε ή καθυστερούμε να γίνουμε οι ίδιοι γονείς, αυτός ο ρόλος του παιδιού μας έχει στοιχειώσει.

Και δεν αναφέρομαι στο πνεύμα μαθητείας, αλλά στις εξαρτημένες σχέσεις διαρκείας, στην καθυστέρηση της ανάληψης ευθυνών, στην ανάγκη για αυθεντίες εν ελλείψει ταπεινής αυτοπεποίθησης και εσωτερικής αλήθειας.

 

Κυκλοφορούνε σχόλια για κάποιον από τους «πατέρες». Δεν είναι, λέει, πια τόσο ανοιχτόμυαλος, έχει γίνει κάπως μονοκόμματος, έχει αρχίσει να είναι συντηρούκλα. Δεν έχει πια κάτι καινούριο να πει και δεν ακούει όπως άλλοτε. Αυτό έλειπε, μετά από δεκαπέντε χρόνια στο τιμόνι, ακόμα να τραβάει κουπί στη θάλασσα της ζωής μας, να ορίζει τον προορισμό και να κάνει και το φάρο. Αυτός και άλλοι «πατέρες» παραλάβανε την κοινωνία και την εκκλησία, μεγαλώσανε τα «παιδιά» τους, εμάς δηλαδή, και τώρα μας παραδίδουν. Τώρα κούκου! είναι η σειρά μας.

 

Εκείνος που το ‘70 κοινωνούσε γυναίκες με παντελόνια και δεν τον αφόρισαν, έδωσε στον κόσμο αυτές τις υπέροχες γυναίκες με παντελόνια. Μπορεί να είναι άγιος, αλλά σίγουρα δε μπορεί να κάνει και φόρουμ στο διαδίκτυο για ανοιχτό διάλογο με την εκκλησία. Γιατί τότε τι θα κάνει το παιδί του; Και ακόμα περισσότερο, εμείς, τα εγγόνια του;

 

Κοντεύουμε να φτάσουμε στην ηλικία που θα γίνουμε μούχλες. Που σε άλλες εποχές μπορεί κάποιοι από μας να είχαμε ήδη έφηβους γιους και κόρες που θα γκρέμιζαν το κατεστημένο μας. Και εμείς; Ακόμα γκρινιάζουμε για τα κακώς κείμενα. Τους αφήνουμε να κάνουν συνέδρια για τους νέους, απουσία μας. Αναζητούμε έξωθεν, πιο εφευρηματικές σοφίες και ασφάλειες. Περιμένουμε οι «πατέρες» να συνεχίζουν να έχουν γενικώς την ευθύνη μας. Κωλώνουμε να αφήσουμε τις θεωρίες και να περάσουμε στην πράξη.

 

Στο γεροντικό δε θυμάμαι κανένα υποτακτικό, ούτε καν τον πιο άβουλο, γκαφατζή ή αμετανόητο, να παρέμεινε για πάντα στη σκήτη του γέροντα. Μετά από κάποια χρόνια έφευγε, δε ζητιάνευε πια έτοιμη τροφή, γύρευε στήριξη μόνο για τη σωτηρία της ψυχής του, ακολουθούσε το δικό του δρόμο και είχε μόνο το Θεό πατέρα. Ακόμα κι ο Χριστός τρία χρόνια έμεινε με τους μαθητές του, όχι μέχρι να γεράσουν. Ύστερα η Χάρις του Θεού έσκεπε και σκέπει τους πορευόμενους.

 

Ίσως αυτή τη διδασκαλία που λέει ότι «η παράδοση είναι ζωντανή» πρέπει να την ξαναδούμε. Γιατί εμείς είμαστε η κοινωνία, η εκκλησία και εμείς είμαστε η παράδοση που θα κληροδοτήσουν οι επόμενοι. Ας μη παραδώσουμε σκατά επειδή τάχα αυτά παραλάβαμε. Ας τραγουδήσουμε τα δικά μας παραδοσιακά τραγούδια, χωρίς φόβο, με πάθος.

Ίνα Καλιότσου.