Κείμενα
1ου τεύχουςΥπάρχει κάτι εκεί έξω...
H συντακτική ομάδα
Το κοινωνικό όραμα του Χριστιανισμού
Γιώργος Κρανιδιώτης
Η πρόταση του Χρήστου Γιανναρά (Εγχείρημα προσέγγισης)
Σπύρος Χιόνης
Βασιλεία (Εκκλησία) του Θεού επί γης ή ελέω Θεού βασιλεία (Εκκλησία);
Χρίστος Ηλιόπουλος
Μ’ αφορμή δυο ερωτήσεις: «Πώς αισθάνεσαι μέσα στην εκκλησία;» «Τι αλλαγές πρέπει να γίνουν;».
Δημήτρης Μουρούλης
Σκαλίζοντας κάτι παλιά αρχεία
Μανώλης Παντερής
Η χωριάτικη βλακεία
Ίνα ΚαλιότσουΚείμενα
2ου τεύχουςΣαν κάθε νέος, βάλθηκα κι εγώ να γίνω μεγαλοφυΐα, μα παρενέβη ευσπλαχνικά το γέλιο...
H συντακτική ομάδα
Αναζητώντας τον Θεό.
Εφηβεία: Βιώνοντας νέες πραγματικότητες σε κοινωνίες που αλλάζουν.
Δημήτρης Μουρούλης
Οι περί έρωτος διδασκαλίες στον Ψευδο-Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη.
Γιώργος Κρανιδιώτης
Ινδιάνικος σπερματικός λόγος
Σηάτλ
Όταν η "Ιερά" Σύνοδος μιλάει στα Παιδιά της...
Χρίστος Ηλιόπουλος
Ξανάνιωμα
Σπύρος Χιόνης
Τραγουδώντας παραδοσιακά τραγούδια...
Ίνα ΚαλιότσουΚείμενα
3ου τεύχουςΣχόλια στην επιστολή ενός Αγίου Ποιητή
Από το ιστολόγιο odoiplano.pblogs.gr
Θρησκευτικό βίωμα: Η κουβέντα ενός μάλλον πιστού με έναν σχεδόν άθεο.
Αντώνης Κόλλας και Δημήτρης Μουρούλης
Ενθρονιστήριος λόγος
Ανωνύμου Ιερέα
Ο Χριστός φέτος γεννήθηκε στη γέφυρα
Ευχαριστία
Από το ιστολόγιο nightwhisper.wordpress.com
Η συνάντηση στο καφενείο της οδού Ναυαρίνου
Μαρίνα Βέλλου
Περί Αιτιοκρατίας και Ελεύθερης Βούλησης
Χρίστος Ηλιόπουλος
Γι' αυτούς που ψιθυρίζουν στον Θεό...
Bobin ChristianΚείμενα
4ου τεύχουςΜικρό σχόλιο σε μια (θεολογημένη) αθεϊστική εκστρατεία.
H συντακτική ομάδα
Για ποιο Θεό μιλάμε; Ή για μια «αναρχία της αγάπης»
Μάριος Δεσύλλας
Εργατικό Μαρτυρολόγιο
π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος
Ματωμένο διαμάντι
Θοδωρής Λάββας
Η αλήθεια του Κολασμού και το Ψέμα του Σωφρονισμού
π. Χαράλαμπου Παπαδόπουλου
Αφιέρωμα στις τραγωδίες της Παλαιστήνης
Αντώνης Κόλλας & Αθηνά Τσακάλου
Γεύση Αγριοκέρασου
Δημήτρης Μουρούλης
Συνέντευξη με τον Μάνο Κουμπαρέλη με αφορμή την εισήγησή του στον Σύνδεσμο Ορθοδόξων Νεολαιών
Κείμενα
5ου τεύχουςΕυχαριστία.
Προσπαθούσε ώρα να κοιμηθεί.
Συνειδητοποίησε ότι είχε καταφέρει να κλείσει τα μάτια του όταν ξύπνησε από τον εφιάλτη. Δεν πολυπίστευε στα όνειρα. Έτσι απέδωσε το αναπάντεχο αυτό γεγονός σε κάποιο εξωτερικό και βίαιο συμβάν. Είχε καθαρή συνείδηση και δεν μπορεί να τον απασχολούσε κάτι άλλο. Όταν ξανακούστηκε ο ήχος της καμπάνας, βρέθηκε και ο ένοχος. Αφού δεν είχε να του προσφέρει τίποτα άλλο πια το κρεβάτι του, ντύθηκε βιαστικά, λες κι είχε αργοπορήσει σε κάποιο σημαντικό ραντεβού, έκλεισε πίσω του την βαριά σιδερένια πόρτα και χάθηκε στο ημισκότεινο και ψυχρό δρομάκι.
Δεν είχε κάπου συγκεκριμένα να πάει. Ο πατέρας του είχε πεθάνει εδώ και καιρό. Η μητέρα του έμενε πλέον πολύ μακριά. Τα αδέρφια του είχαν φτιάξει καλά την ζωή τους και δεν χρειάζεται να διαταράσσεται από κάποια παραφωνία. Φίλους είχε κάνει κάποιους συναδέλφους, μα και αυτοί δεν είχαν ώμους για πολλά – πολλά. Για σύντροφο είχε επιλέξει την μονιμότητα του εφήμερου. Δεν τον έπαιρνε για παραπάνω. Έτσι έλεγε τουλάχιστον. Όμως τίποτα από αυτά δεν τον απασχολούσαν εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό.
-Συγνώμη, φωτιά έχετε;
Ακούστηκε μία φωνή από τα δεξιά.
Δεν είχε προσέξει ότι ήδη έφτασε στο πάρκο.
Ένας μεσήλικας άνδρας καθόταν στο παγκάκι. Φαινόταν να είναι ένα άλλο θύμα της καλοκουρδισμένης μηχανής που υπάρχει γύρω μας και ξερνάει όποιο γρανάζι δεν της κάνει.
-Βεβαίως. Μισό λεπτό.
Ένοιωσε κάτι σαν οίκτο, αλλά μάλλον συναισθηματική φόρτιση λόγω των ημερών σκέφτηκε ότι θα ήταν.
-Με λυπάσαι;
-….
-Το βλέπω στο βλέμμα σου.
Τώρα τι να του πει. Είχε που είχε τα δικά του, μία ανάκριση του έλειπε από τον μεθυσμένο.
-Άνθρωπέ μου, χρόνια πολλά. Καλά Χριστούγεννα.
Και έκανε να φύγει.
-Με λυπάσαι; Τον ξαναρώτησε επίμονα.
-…..
-Μην με λυπάσαι, συνέχισε ο άνθρωπος από το παγκάκι. Να μην με λυπάσαι. Ανθρώπους που αγαπάς έχεις; Ανθρώπους που σε αγαπάνε;
-…
-Ανθρώπους που πλήγωσες και σε πλήγωσαν; Ανθρώπους που άφησαν πάνω σου το στίγμα τους; Εσύ έχεις αφήσει πουθενά το στίγμα σου;
Αυτό παραπήγαινε. Τι είπε ο γεροξεκούτης τώρα;
-Να σου πω ανθρωπέ μου…
Προσπάθησε να διακόψει τον γέρο, αλλά εκείνος με την ίδια σταθερή αλλά και ψυχρή φωνή συνέχισε.
-Αν κάτι έχεις αισθανθεί στα χρόνια της ζωής σου, κράτησέ το. Ευχαρίστησε τους ανθρώπους που στο προσέφεραν. Ευχαρίστησε τον εαυτό σου που το ένιωσες. Και μην ξεχάσεις να τους το πεις. Σε όλους. Δεν θα έχεις πάντα αυτήν την ευκαιρία.
Καθόταν σκεφτικός. Το κρύο ήταν διαπεραστικό. Δεν του έδινε περιθώρια για κουβέντα. Έκανε πως πήγε να χαιρετήσει, αλλά δεν είδε κανέναν στο παγκάκι. Ούτε αυτό το μισοάδειο μπουκάλι.
Η καμπάνα χτύπησε ξανά. Ήταν Χριστούγεννα.
Τουλάχιστον Αυτός είχε αγαπήσει όλο τον κόσμο, και στο τέλος υπέφερε κιόλας. Του αξίζει, σκέφτηκε, μία επίσκεψη στα γενέθλιά του.
Ας αρχίσω από εκεί…
Από το ιστολόγιο nightwhisper.wordpress.com