Η συνάντηση στο καφενείο της οδού Ναυαρίνου.

 

Είναι απόγευμα, έχει ήδη σκοτεινιάσει. Συναντιόμαστε με τον Αντώνη, την Μαριάννα και τον Δημήτρη στο Καφενείο της οδού Ναυαρίνου. Είναι οι τελευταίες μέρες του 2007. Η συζήτηση στην αρχή κινείται γύρω από το περιοδικό. Ο Δημήτρης μιλά για τα κείμενα που θα συμπεριληφθούν στη νέα έκδοση του 2008 . Μου προτείνει να γράψω κι εγώ κάτι. Εγώ είμαι προβληματισμένη για το αν πρέπει να γράψω στο πλαίσιο ενός περιοδικού με του οποίου πολλές από τις θέσεις των κειμένων που φιλοξενεί δεν ταυτίζομαι Η συζήτηση γρήγορα ξεφεύγει και πηγαίνει στο προσωπικό. Παίζουμε ένα παιχνίδι. Η ερώτηση είναι «Τι θα άλλαζα στη ζωή μου αν είχα τη δυνατότητα να την ξαναζήσω από την αρχή;» και απαντάμε όλοι με τη σειρά μας .

Αγία γραφή

Όταν το ερώτημα φτάνει σ’ εμένα, κομπιάζω. Λέω πως είναι αμέτρητα αυτά που θα άλλαζα στη ζωή μου και πως τείνω όλα όσα έχω κάνει να τα θεωρώ λάθη.  Οι άλλοι σοκάρονται που είμαι τόσο αλλοτριωμένη και για να με βοηθήσουν μου λεν, ας το πάρουμε αλλιώς, υπάρχει κάτι που δεν θα άλλαζες; Μετά από σκέψη ανασύρω  κάνα δυο θαρραλέες αποφάσεις που πήρα στη ζωή μου. Σε λίγο το κέντρο της κουβέντας μετατοπίζεται κι εγώ συνεχίζω μέσα μου νοερά τον απολογισμό. Σκέφτομαι ότι τελικά, μέσα σε όλο το μήκος της ζωής μου μπορώ να απαριθμήσω μόνο στιγμές στις οποίες φευγαλέα ένοιωσα ότι μπόρεσα να εκπληρώσω τον πραγματικό εαυτό μου. Τέτοιες στιγμές είναι σαν να έμπαινα σε μια χρονοτρύπα ή σαν σε μια πορεία με το κεφάλι σκυφτό να κοντοστάθηκα προς στιγμήν  και  να πήρα τη απόφαση να ανοίξω μια μυστική πόρτα. Ότι κάθε στιγμή η μέχρι τώρα πορεία μου εμπεριείχε ένα δίλημμα και ότι είναι κάποιες φορές  μόνο,  που αισθάνθηκα ότι  η ζωή μου συνέπεσε με αυτό που είχε σκεφτεί ο Θεός για μένα.

 Σκέφτομαι κάποιες από τις στιγμές στις οποίες ξέφυγα από το οδυνηρό αυτό συναίσθημα και σκέφτομαι ότι όσο μεγαλώνω τόσο περισσότερο νοιώθω ότι είναι πάντα ο άλλος μέσα από τον οποίο ξεφεύγω από αυτή την οδυνηρή αμορφία και πως νοιώθω ότι μέσα από τη σχέση μου με εκείνον  αποκτώ υπόσταση και βιώνω την αίσθηση ότι υπάρχω.

Ο νους μου αμέσως πηγαίνει σε ένα εκπληκτικό γεγονός που συνέβη μια Κυριάκή καλοκαίρι 2, 5 χρόνια πριν. Προκειμένου να συμμετάσχω στο περιοδικό με ένα κείμενο μου , έτσι ακατάστατη όπως είμαι , μου παίρνει αρκετή ώρα να το ψάχνω μες τα γραφτά μου και προς στιγμήν σκέφτομαι να τα παρατήσω. Εξάλλου για άλλη μια φορά αμφισβητώ τις πράξεις μου και τα κίνητρα μου γι αυτήν την αναφορά σ’ ένα βιωματικό γεγονός , αλλά  τελικά το βρίσκω κι αποφασίζω να συνεχίσω και να το αντιγράψω σε ηλεκτρονική μορφή ακριβώς όπως το είχα καταγράψει τότε.

 

«’Ενα εκπληκτικό γεγονός συνέβη την Κυριακή 10 Ιουλίου 2005. Έχοντας εκκλησιαστεί στην Αγ. Γλυκερία πήγαινα στη Φρεαττύδα να συναντήσω τον Θόδωρο και τη Χαρούλα. Ενώ σκόπευα να πάρω την εθνική, έχασα τον δρόμο μου δυο φορές και τελικά παραιτήθηκα και πήγα μέσω σιδηροδρομικού σταθμού.

Στο σημείο που έπρεπε να διασχίσω την Κωνσταντινουπόλεως για να βγω στην Πειραιώς, έχασα ξανά τον δρόμο μου,  με αποτέλεσμα στην επόμενη διάβαση να κάνω αναστροφή ώστε να ξαναγυρίσω πίσω στο σημείο που έπρεπε να είχα στρίψει για να βγω στην Πειραιώς.

Εκεί, η ώρα ήταν 2:00 το μεσημέρι,  στη μέση της λεωφόρου -κτίσματα δεν υπάρχουν σε ακτίνα κοντά χιλιομέτρου-  είδα να περπατά μια ηλικιωμένη γυναίκα με μαύρο καπέλο,  ντυμένη στα μαύρα.

Περπατούσε σαν χαμένη. Κάτι στο βλέμμα της και στη στάση της φανέρωνε ότι συνέχιζε να περπατά σαν αυτόματο- είτε έχοντας περάσει τα όρια της σωματικής εξάντλησης είτε πάσχοντας από γεροντική άνοια και όντας χαμένη.

Την συμπόνεσα βαθιά, επιθυμώντας να γινόταν κάτι, κάποιος να βοηθήσει αυτή τη γυναίκα. Προς στιγμήν σκέφτηκα να ανοίξω το παράθυρο και να την ρωτήσω αν χρειάζεται τίποτα  αλλά,  παρ’ ότι είχα σταματήσει με τ’ αυτοκίνητο πολύ κοντά της,  στα φανάρια, δίστασα. Η ροή της καθ’ ημέραν πράξης λες και με εμπόδιζε να κάνω μια χειρονομία που θα έσπαγε την επιφάνεια αυτής της ροής.

Πέντε μέτρα παρακάτω, και αφού  είχα στρίψει στον προορισμό μου, κάτι μέσα μου με βασάνιζε. Σαν ένα λουλούδι που το πρόσεχα για πρώτη φορά, αναδύθηκε μέσα μου η σκέψη: « Και γιατί να μην γυρίσω πίσω; Τι με εμποδίζει να αλλάξω πορεία και να βοηθήσω εγώ αυτή τη γυναίκα; - Τίποτα.»

Και μ΄ αυτή την προφανή αλλά δύσκολο να διαμορφωθεί μέσα μου απάντηση γύρισα πίσω. Ένοιωσα μια μικρή αγωνία. Θα τη συναντούσα ή θα είχε χαθεί;

Πράγματι, την πέτυχα λίγο πιο κάτω να προχωρά - σχεδόν παραπατώντας-  στο πεζοδρόμιο. Παρατήρησα ότι κρατούσε στο χέρι της ένα κλειδί. Έβγαλα τα γυαλιά του ηλίου μου  για να μην φοβηθεί που κάποια άγνωστη σταμάτησε δίπλα της στην ερημιά και της μιλούσε μέσα από ένα αυτοκίνητο.

«Έχετε κάποιο πρόβλημα;» τη ρώτησα. Με κοίταξε με άδειο από κούραση βλέμμα σαν να προσπαθούσε να εστιάσει και  είπε , λίγο χαμένα , όντας ακόμα σε σύγχυση και απαντώντας στην ερώτησή μου κυριολεκτικά « Με πονάει η μέση μου»

 - «Θέλετε να σας πάω κάπου;» Στο άκουσμα αυτής της ερώτησης το βλέμμα της σαν να εστίασε ξαφνικά. Μπήκε μέσα. Της είπα να κάτσει πίσω γιατί για να ερχόταν  στη θέση του συνοδηγού έπρεπε να βγει στο δρόμο και φοβόμουν μην την παρασύρει κάποιο αμάξι. Ήμουν σταματημένη στα αριστερά, αντικανονικά, και τ’ αυτοκίνητα που περνάγαν μας βρίζαν.

Ξεκίνησα. Ανταλλάξαμε λίγες φράσεις στο δρόμο.

Ο Θεός σ’ έστειλε, μου είπε. Πράγματι, το ήξερα ότι ο Θεός με είχε κατευθύνει.  Είχα παρεκκλίνει 3 φορές από την πορεία μου χωρίς να το θέλω, σαν κάποιος όχι μόνο να με οδήγησε σ’ εκείνο το μέρος αλλά και σαν να με καθυστερούσε για να φτάσω την κατάλληλη στιγμή.  Αλλά,  δεν ξέρω γιατί, το αρνήθηκα.

 « Να έχεις την ευχή μου παιδί μου» μου είπε. « Εγώ είχα την ευχή της μητέρας μου και έπιανα με τα χέρια μου φίδια» Φτάσαμε και κατέβηκε. Κοντοστάθηκε. Κάτι ήθελε να μου προσφέρει αλλά είχε περπατήσει πολύ ώρα μέσα στον καύσωνα και ήταν ακόμα σε σύγχυση. Καθώς κατέβηκε παρατήρησα ότι στο αριστερό της χέρι φορούσε ένα κομποσκοίνι.  Ξαφνικά, σαν να το βρήκε. «Να σε σταυρώσω» μου είπε « Πήγαινε στην ευχή του Θεού. Ο Κύριος μαζί σου»

 Έφυγα κλαίγοντας. Ο Θεός είχε ανοίξει την καρδιά μου στην αγάπη και έκλαιγα. Αυτό το γεγονός με αλλοίωσε. Τι ευτυχία να γίνεσαι όργανο του Θεού.

Η αίσθηση ότι ζεις σε μια παράλληλη πραγματικότητα απ’ την πραγματική σου ζωή, η αίσθηση ότι αυτές δεν θα συναντηθούνε ποτέ, σβήνει Πετάγεσαι σαν ηλεκτρόνιο στην πραγματική σου τροχιά, σ’ αυτήν για την οποία είχες πλαστεί και από την οποία είχες εκπέσει. Άγνωστο πότε είχες εκπέσει, αλλά ένοιωθες ότι ζούσες σε μια πλαστή πραγματικότητα, εικονική. Και τώρα πετάγεσαι από μια άγνωστη δύναμη, κι όλα αλλάζουν εν ριπή οφθαλμού.»

 

Συνεχίζω παραθέτοντας και το υπόλοιπο του ημερολογίου μου εκείνης της μέρας:

 

«Το βράδυ καθόμαστε με το Θόδωρο και τη Χαρούλα στην αμμουδιά της Φρεαττύδας. Μου λεν για τις εκπληκτικές εμπειρίες τους στα Ιεροσόλυμα, στους Αγ. Τόπους όπου πήγαν το Πάσχα. Μιλήσαμε για όλα αυτά πάρα πολύ ώσπου βράδιασε για τα καλά και φύγαμε,  ενώ εγώ ένοιωθα το μυαλό μου να υπερίπταται. Πιο πολύ με εντυπωσίασαν αυτά που μου είπαν για το Άγιο Φως και τα κεριά που δεν καίγονταν. Καθώς και το εκπληκτικό γεγονός της εμφάνισης του δαχτυλιδιού από σύννεφα γύρω από τον ήλιο και γύρω από αυτό, το ουράνιο τόξο. Αυτό το εκπληκτικό φαινόμενο, διήρκησε από τις 10:00 ως τις 2:00 και το έβλεπαν όλοι , ακόμα και οι μη Χριστιανοί που ήταν εκεί.»

 

Έλεγα λοιπόν ότι, την περισσότερη ώρα βιώνω το συναίσθημα ότι αποτυγχάνω να εκπληρώσω αυτό για το οποίο πλάστηκα κι ότι όσο μεγαλώνω τόσο περισσότερο νοιώθω ότι είναι πάντα ο άλλος μέσα από τον οποίο ξεφεύγω από αυτή την οδυνηρή αμορφία και πως νοιώθω ότι μέσα από τη σχέση μου με εκείνον  αποκτώ υπόσταση και βιώνω την αίσθηση ότι υπάρχω.

Αυτό πολλές φορές είναι οδυνηρό γιατί ο άλλος δεν έρχεται μόνο να με αγαπήσει αλλά και για να με βασανίσει, όμως είναι σωτήριο γιατί  τελικά ο άλλος,  είναι  η μόνη επιλογή που έχω.

 

Έξω είναι σκοτεινά και γύρω μου βλέπω τα πρόσωπα της Μαριάννας του Αντώνη και του Δημήτρη (του  Δημήτρη όχι και τόσο καλά γιατί κάθεται δίπλα μου).

Νοιώθω ικανοποιημένη. Μέσα σ΄ αυτήν την παρέα που ανταλλάσσουμε ψυχική ενέργεια μεταφέροντας ο ένας στον άλλο τις εμπειρίες μας, γίνεται για άλλη μια φορά ορατό ότι μόνο μέσα από την σχέση μου με ένα άλλο πρόσωπο γίνεται δυνατό να αναδυθώ από την ανυπαρξία.

 

Μαρίνα Βέλλου.