Βασιλεία (Εκκλησία) του Θεού επί γης
ή ελέω Θεού βασιλεία (Εκκλησία);

 

 

«Ότι ο όρος αυτός (Βασιλεία του Θεού) συχνά παρεξηγείται και χρεώνεται αχρεώστητα με φιλομοναρχικό περιεχόμενο, οφείλεται σε αγραμματοσύνη ή φτηνό λαϊκισμό. Σύγχρονοι θεολόγοι αποδίδουν εύστοχα τον παραδοσιακό αυτόν όρο με τη διατύπωση «ο καινούριος κόσμος του Θεού». Στο βιβλίο της Αποκάλυψης η μέλλουσα Βασιλεία δηλώνεται με εικόνες εξαιρετικά συντροφικές: ως γλέντι των γάμων του Χριστού με την ανθρωπότητα, ως κατασκήνωση του Θεού παρέα με τους ανθρώπους, ως συνύπαρξη σε μια πόλη (19:6-8, 21:2-27)».1

Εκκλησία και πελαργός

Μέλη της Εκκλησίας είναι όλοι οι βαπτισμένοι στο όνομα του τριαδικού Θεού, καθένας ένα πρόσωπο ξεχωριστό με ιδιαίτερες κλίσεις και χαρίσματα. Όλοι, όμως, ίσοι μεταξύ τους και απέναντι στο Δημιουργό τους. Κάποιοι επιλέγουν το δρόμο της ιεροσύνης, άλλοι όχι, όλοι όμως με το βάπτισμά τους αφιερώνουν τον εαυτό τους στις δραστηριότητες της κοινότητας, με σκοπό να διακονήσουν και όχι να διακονηθούν.

Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν η κοινότητα αυτή να βιώνεται από τα μέλη της, και όχι μόνο, σαν ένα ολιγαρχικό καθεστώς με εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους;

Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, εδώ και αιώνες, διοικείται με το «σύστημα της πυραμίδας». Αυτό σημαίνει πως υπάρχει όχι μόνο βάση αλλά και κορυφή, μια ελίτ στην οποία για να προσχωρήσεις πρέπει να είσαι όχι μόνο άνδρας, όχι απλά ιερέας αλλά και επίσκοπος… Αυτή, λοιπόν, η Σύνοδος πρεσβεύει πως τόσο η ίδια όσο και οι αποφάσεις της είναι προϊόν Δημοκρατικών διαδικασιών, εμπνευσμένη(;) από το αντιπροσωπευτικό σύστημα διακυβέρνησης δυτικού τύπου. Το κατά πόσο, τώρα, η Εξουσία στην Κοινοβουλευτική Δημοκρατία «πηγάζει από το λαό, δια του λαού και για το λαό» αφήνεται, προς σκέψη, σε κάθε έναν που επιλέγει, ανά τετραετία, να «ευνουχίζει» κάθε προσωπική πρωτοβουλία και όραμά του με πέλεκυ την ίδια του την (υποχρεωτική, φυσικά) ψήφο…  

Ωστόσο, εδώ, ούτε καν αυτό δεν τηρείται: οι αρχιμανδρίτες και οι επίσκοποι δεν εκλέγονται από καμία βάση, από κανένα εκλογικό σώμα, παρά ορίζονται από τον, ιεραρχικά, ανώτερο με συνοπτικές διαδικασίες. «Ξέρετε ότι οι ηγέτες των εθνών ασκούν απόλυτη εξουσία πάνω τους και οι άρχοντες τα καταδυναστεύουν. Σ’ εσάς όμως δεν πρέπει να συμβαίνει αυτό, αλλά όποιος θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσά σας, πρέπει να γίνει υπηρέτης σας. Κι όποιος από σας θέλει να είναι πρώτος, πρέπει να γίνει δούλος σας. Όπως κι ο Υιός του Ανθρώπου δεν ήρθε για να τον υπηρετήσουν αλλά για να υπηρετήσει και να προσφέρει τη ζωή του λύτρο για όλους».2 Πού ακριβώς λοιπόν πραγματώνεται αυτή η διδασκαλία του Χριστού;

«Δεν έχουν λείψει μέσα στην ιστορία απόψεις θεολογούντων ότι τάχα η ταξική κοινωνία είναι θέλημα Θεού, ότι οι πλούσιοι έχουν οριστεί από τον Θεό για να διαχειρίζονται τα υλικά αγαθά και ότι η ιδιότητα του φτωχού δίνεται επίσης από τον Θεό για να έχουν ορισμένοι άνθρωποι την πολύτιμη ευκαιρία να ασκούνται στην υπομονή… Στην Καινή Διαθήκη, όμως, αυτή η δεύτερη αντίληψη (ότι ο πλούτος είναι η θεία επιβράβευση της ανθρώπινης ευσέβειας) απουσιάζει. Η ευθύνη για την οικονομική ανισότητα προσγράφεται στους ανθρώπους… Η φτώχεια, ο πλούτος και η δουλεία, λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (4ος αι.), εισέβαλαν στην ανθρωπότητα όπως εισβάλλουν στον ανθρώπινο οργανισμό οι αρρώστιες. Ο νόμος, συνεπώς, -συνεχίζει ο Γρηγόριος- τον οποίο πρέπει να δέχεται ο χριστιανός, δεν είναι ο νόμος του ισχυρού (δηλαδή η ταξική ανισότητα), αλλά του Δημιουργού (δηλαδή η ισότητα)».3

Όμως και εδώ παρατηρείται το παράδοξο για την Εκκλησία, η ύπαρξη «τάξεων» (λαϊκοί, λαϊκοί-επίτροποι, διάκονοι, πρεσβύτεροι, επίσκοποι, αρχιεπίσκοπος) όπου αντί η κάθε «τάξη» να αντιμετωπίζει την ιδιομορφία της ως διακόνημα και μόνο, αναπτύσσει μια εξουσιαστική συλλογιστική την οποία και βιώνουμε καθημερινά. Θα παρατηρήσει κάποιος εδώ, και εύστοχα, πως οι άνθρωποι -ακόμα και οι χριστιανοί- δεν είναι τέλειοι, έχουν τις αδυναμίες τους και τα προσωπικά τους πάθη. Μα, κανείς δεν θα μπορούσε να μην συμφωνήσει με αυτό το επιχείρημα. Ωστόσο, άλλο είναι να αναγνωρίζεις μια πραγματικότητα και άλλο να αρνείσαι, εθελοτυφλώντας, να καταργήσεις τον παράγοντα που διαιωνίζει την πραγματικότητα αυτή. Και ο παράγοντας αυτός, που συντηρεί την ανισότητα μέσα στην εκκλησιαστική κοινότητα, που οξύνει τα πάθη και τις προσωπικές ματαιοδοξίες, δεν είναι άλλος από το σύστημα με το οποίο διοικείται η Εκκλησία.

Γι’ αυτό προτείνεται:

-Σχηματισμός κληρικολαϊκών συνελεύσεων σε κάθε ενορία όπου και θα λαμβάνονται οι αποφάσεις με εφαρμογή της άμεσης δημοκρατίας. Οι συνελεύσεις αυτές, που μπορούν να συνέρχονται μια φορά την εβδομάδα, εκτός από το να αποφασίζουν για κάθε τι που απασχολεί την Ενορία τους, θα εκλέγουν τους επιτρόπους του Ναού τους οι οποίοι θα έχουν ετήσια θητεία και θα είναι άμεσα ανακλητοί από την βάση που τους εξέλεξε.

-Κάθε ενορία θα εκλέγει τους ενορίτες εκείνους που θα την εκπροσωπούν στις συνελεύσεις της Μητρόπολής τους και οι οποίοι θα είναι, επίσης, άμεσα ανακλητοί από την βάση που τους εξέλεξε και υπόλογοι σε αυτήν.

éΜε τον ίδιο τρόπο θα εκλέγεται και μια ολιγομελής, κληρικολαϊκή επιτροπή, που θα διατηρεί τα ίδια χαρακτηριστικά με τις προαναφερθείσες περιπτώσεις και που θα εκπροσωπεί την Εκκλησία της Ελλάδος, όπως και μια επιτροπή διαχείρισης των οικονομικών, νομικών και άλλων ζητημάτων.

Περιττό ν’ αναφέρω πως όλες οι παραπάνω επιτροπές μπορούν ν’ αποτελούνται από οποιοδήποτε μέλος της Εκκλησίας μας, ανεξαρτήτως φύλου, ιδιότητας, εθνικότητας κ.τ.λ.

Για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, οι παραπάνω προτάσεις τίθενται προς συζήτηση, αμφισβήτηση, υποστήριξη και, γενικότερα, κρίση με σκοπό την ουσιαστική συμμετοχή όλων μας στην χάραξη πορείας του πλοίου που ονομάζεται Εκκλησία, προς το λιμάνι της «Βασιλείας του Θεού» και όχι της «ελέω Θεού Βασιλείας»…

 

    ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.      Παπαθανασίου Θανάσης, Κοινωνική Δικαιοσύνη και Ορθόδοξη Θεολογία,
εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, σελ.35-36.

2.      Ματθαίος, κεφ.20, 25-28.

3.      Παπαθανασίου Θανάσης, Κοινωνική Δικαιοσύνη και Ορθόδοξη Θεολογία,
εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, σελ.19-21.

 

Χρίστος Ηλιόπουλος