Θρησκευτικό βίωμα:

Η κουβέντα ενός μάλλον πιστού με έναν σχεδόν άθεο.

 

Αντώνης:

Το δέος ή το μυστήριο που πλημμυρίζει κάθε ευγενική ψυχή μπροστά στο σύμπαν ή το «θαύμα» της Ζωής, το καταλαβαίνω. Οι περισσότεροι άνθρωποι μοιραζόμαστε αυτόν τον κοινό παρανομαστή. Ωστόσο, αναρωτιέμαι ως προς αυτό που ονομάζουμε «θρησκευτικό βίωμα». Μου είναι δύσκολο να κατανοήσω το άλμα του να περάσει κανείς από τον κοινό αυτό παρονομαστή στην πίστη σε έναν προσωπικό Θεό. Θεωρώ (ίσως λίγο αυθαίρετα ομολογώ) ότι για μια μεγάλη μερίδα «πιστών» το βίωμα αυτό δεν έχει καμία ποιοτική διαφορά από το δικό μου και ότι η αποδοχή της όποιας μεταφυσικής δεν εiναι παρά παθητικό αναμάσημα και ξεπατικωτούρα χωρίς έμπνευση. Παρ’ όλ’ αυτά, μ’ ενδιαφέρει να κατανοήσω την μερίδα που ισχυρίζεται ότι έχει βιώσει μια προσωπική αποκάλυψη, μια άμεση επικοινωνία με κάποιο Θεό. Το ερώτημά μου είναι τίμιο και ειλικρινές:

Πού είναι ο Θεός;

«Από τι συνίσταται αυτό που ονομάζουμε θρησκευτικό βίωμα; Ποια είναι αυτή η συνειδη-τοποίηση, αυτή η αποκαλυπτική διαδικασία που ωθεί έναν πνευματικό άνθρωπο να αποδεχτεί ανεπιφύλακτα μια ανώτερη και μεταφυσική ύπαρξη;»

Οφείλω να ξεκαθαρίσω τη δική μου θέση. Τα παρακάτω είναι σκέψεις που μου δημιουργήθηκαν διαβάζοντας το βιβλίο του Richard Dawkins «Η περί Θεού αυταπάτη»:

Αισθάνομαι αρκούντως αγνωστικιστής του τύπου 6, όπως τον ορίζει ο Dawkins, δηλαδή ένα βήμα πριν την απόλυτη αθεΐα αλλά βήμα σαφώς διακριτό: "Πολύ μικρή πιθανότητα (ύπαρξης του Θεού), αλλά μεγαλύτερη από μηδέν. De facto αθεϊστής". Ερευνώ και αποδέχομαι την πραγματικότητα της ζωής και του κόσμου, μονάχα στη βάση μιας φυσικής και όχι μεταφυσικής επιχειρηματολογίας, στη βάση της Επιστήμης και όχι σε αυτήν της Απoκάλυψης. Επιλύω τα καθημερινά μου προβλήματα, σα να μην υπήρχε ένας Θεός ή χιλιάδες. Αλλά παρ' όλα αυτά, ένα χειμωνιάτικο βράδυ γύρω απ' τη φωτιά ή πάλι κάποιο καλοκαιρινό δειλινό, στο χείλος της θάλασσας, όταν η παρέα κυριευμένη απ' τη γαλήνη ή το δέος της ύπαρξης, αναμοχλεύει τα χιλιοειπωμένα αλλά τόσο γοητευτικά ζητήματα του θείου και της ζωής, τότε δε θα μπορούσα να είμαι απόλυτος. Μετά από λίγο, όμως, το ζήτημα καταντάει τόσο ακαδημαϊκό που χάνει το νόημά του. Δεν απομένει τίποτε περισσότερο από ένα διανοητικό παιχνίδι φαντασίας.

Δεν αντιλέγω πως, στα δύσκολα και απτά προβλήματα της ανθρωπότητας, η λατρεία ενός ή περισσοτέρων θεών μπορεί να αποτελεί μια απάντηση. Διαφωνώ όμως, στο ότι αυτή η απάντηση είναι η μοναδική, η καλύτερη δυνατή ή ότι είναι αληθής. Κι ας αποσυνδέσουμε μια για πάντα το θέμα του θεού από το θέμα της Ηθικής. Η σχέση δεν είναι σχέση ισοδυναμίας κι ετούτη η παρεξήγηση πρέπει να αποκατασταθεί τελειωτικά. Πάλι καλά που η φιλοσοφία το έχει κατανοήσει αυτό από αιώνες.

Σκέφτομαι λοιπόν: Αν οι άνθρωποι μπορούν να είναι ηθικοί, να σέβονται ή ν' αγαπούν πέρα από τα πλαίσια οποιουδήποτε δόγματος και μεταφυσικής, γιατί να ασφυκτιούμε ακόμα σ' ένα άγονο τέλμα που ούτε κατ' ευφημισμόν δεν μπορούμε να ονομάσουμε θεόπνευστο;

Τα δικά μου υπολείμματα "πίστης" -ή μάλλον η αφετηρία του θανάτου τους- ανάγονται στη μέση εφηβεία μου, κατά την οποία διαπίστωσα πως η θρησκευτικότητά μου εξαντλούταν στο ρόλο ενός προστατευτικού καλύμματος για τις ανασφάλειες και τις φοβίες μου. Όταν απέκτησα το θάρρος να αντιμετωπίσω τις σκιές του μυαλού μου με επίγεια μέσα, η ανάγκη για πίστη έπαψε να τροφοδοτείται. Εκεί τελείωσαν για μένα όλα. Μάλιστα συνειδητοποιώ ότι ενώ η επιστήμη για να αντιπαλέψει τις σκιές του νου αγωνίζεται ρίχνοντας φως, η θρησκεία -σε κάποιο βαθμό- αγωνίζεται να τον σκοτεινιάσει. Προφανώς, στο πηχτό σκοτάδι, δεν υπάρχουν σκιές να μάς τρομάξουν! Αρκεί να συνηθίσει κανείς το σκοτάδι.

Όσον αφορά στη μεταθανάτια ζωή, η μόνη απάντηση κρύβεται σε αυτήν (αν υπάρχει). Για τη ζωή ετούτη όμως, ποια παρηγοριά ή ποιο νόημα, μπορεί να μας προσφέρει η Αποκάλυψη; Για μένα κανένα, πέρα από ψευδαισθήσεις και αυταπάτες.

Παρ’ όλα αυτά, το αρχικό μου ερώτημα παραμένει φλέγον και επιτακτικό γιατί περιτριγυρίζομαι από ανθρώπους αγαπημένους, οι οποίοι πιστεύουν κι εγώ αδυνατώ σε κάποιο βαθμό να τους παρακολουθήσω. Για να μην υπάρχουν λοιπόν παρεξηγήσεις, με αυτή τη θέση μου ως αφετηρία, ας ξεκινήσουμε ετούτη τη συζήτηση.

 

Δημήτρης:

Φίλε μου, λες:

1) «Ερευνώ και αποδέχομαι την πραγματικότητα της ζωής και του κόσμου, μονάχα στη βάση μιας φυσικής και όχι μεταφυσικής επιχειρηματολογίας, στη βάση της Επιστήμης και όχι σε αυτήν της Αποκάλυψης.»
-Από όσα έχω μελετήσει, τόσο η πίστη όσο και η απιστία σε Θεό, είναι και οι δύο επιστημονικά αυθαίρετες. Αυτό σημαίνει ότι το ερώτημα για την ύπαρξη του Θεού είναι ανοικτό για την επιστήμη, αλλά δεν είναι επιστημονικά διερευνήσιμο. Αυτό επίσης σημαίνει ότι όχι μόνο η πίστη, αλλά και η απιστία είναι μεταφυσική θέση.

2) «Αν οι άνθρωποι μπορούν να είναι ηθικοί, να σέβονται ή ν' αγαπούν πέρα από τα πλαίσια οποιουδήποτε δόγματος και μεταφυσικής, γιατί να ασφυκτιούμε ακόμα σ' ένα άγονο τέλμα, που ούτε κατ' ευφημισμόν δεν μπορούμε να ονομάσουμε θεόπνευστο;»
-Δεν υπάρχει λόγος, φυσικά! Άλλο όμως το άγονο τέλμα των θρησκειών κι άλλο το ενδεχόμενο να υπάρχει Θεός και να είναι προσεγγίσιμος. Σε αυτή την περίπτωση, η παρουσία του Θεού μπορεί να έδινε ένα ασύγκριτα μεγαλύτερο νόημα στη ζωή μας.

3) «Ποια είναι αυτή η συνειδητοποίηση, αυτή η αποκαλυπτική διαδικασία που ωθεί έναν πνευματικό άνθρωπο να αποδεχτεί ανεπιφύλακτα μια ανώτερη και μεταφυσική ύπαρξη;»

-Χαώδες θέμα!

α) Για κάποιον άθεο, το θρησκευτικό βίωμα είναι ένα παιχνίδι του μυαλού. Στην καλύτερη περίπτωση είναι ένα "όμορφο ψέμα", όπως είναι και η ιστορία με τον Άγιο Βασίλη και τους ταράνδους του, που κάνει τη ζωή των παιδιών πιο ευτυχισμένη. Στη χειρότερη είναι μια νευρωτική αυθυποβολή κι ένα μέσο που χρησιμοποιεί η εκάστοτε θρησκευτική εξουσία για να χειραγωγεί τους πιστούς.

β) Κάποιος που πιστεύει στον Θεό (και έχει κάποια ωριμότητα) διακρίνει δύο ενδεχόμενα: Να προέρχεται το βίωμα από μια ζωντανή παρουσία του Θεού ή να ανήκει στις προηγούμενες δύο περιπτώσεις. Και φυσικά, υπάρχουν άπειρες μεικτές καταστάσεις. Αν όντως, λοιπόν, υπάρχει εμπειρία της παρουσίας του Θεού η οποία "μεταφέρει" τον άνθρωπο σε μια άλλη κατανόηση του κόσμου, σε ένα άλλο νόημα ζωής, αυτό είναι μια πρώτη απάντηση στο ερώτημά σου.

 

Αντώνης:

1) Θα αναφέρω ένα παράδειγμα. Ένας μεταπτυχιακός φοιτητής στην Αμερική, για να κοροϊδέψει μια συνεχώς αύξουσα θεοκρατική τάση στο Νέο Κόσμο, ανέπτυξε μια εντελώς γελοία θρησκεία. Σύμφωνα με το νέο δόγμα, ο κόσμος δημιουργήθηκε, λέει, από ένα Ιπτάμενο Σπαγγέτι (Flying Spaghetti Monster)!!! Ο καθένας, λοιπόν, μπορεί να διακηρύξει ό,τι του κατέβει και ξαφνικά ο κόσμος θα χωριστεί σε πιστούς και απίστους. Η απιστία ως προς την ύπαρξη μιας Ιπτάμενης Μακαρονάδας είναι μια μεταφυσική θέση, αφού κανείς δεν μπορεί αποδείξει τη μη ύπαρξή της (εκτός βέβαια από την ίδια τη γελοιότητα της ιδέας). Έτσι το ότι μια οποιαδήποτε ομάδα ανθρώπων πιστεύει σε κάτι, αυτό δε δημιουργεί χρέος, σε όλους τους υπόλοιπους που δε συμμερίζονται την ίδια πίστη, να αποδείξουν ότιδήποτε. Το βάρος πέφτει κατά κύριο λόγο στους πρώτους. Η μερίδα άθεων που στηρίζει την αθεΐα της σε αποδείξεις μη ύπαρξης δέχομαι ότι εμπεριέχει τη μεταφυσική που υποστηρίζεις. Υπάρχει, ωστόσο, και μια μερίδα άθεων – στην οποία βάζω και τον εαυτό μου – η οποία δε νιώθει την ανάγκη να στηρίξει την αθεΐα της σε οποιοδήποτε επιχείρημα, δε νιώθει την ανάγκη να εμπλακεί υπαρξιακά με το όλο ζήτημα, παρά προχωράει στη ζωή μονάχα με όσα μπορεί να κατανοήσει

2) Δε θα με βρεις αντίθετο Δημήτρη μου. Μακάρι να υπήρχε μια τέτοια ευλογία στις ζωές των ανθρώπων η οποία να «καθαγίαζε» τον πόνο και τα μαρτύρια τόσων χιλιετιών και τόσων ψυχών. Μακάρι η παρουσία ενός τέτοιου θεού να ήταν κατάφανής και αυτάπόδεικτη σε κάθε λογικό και μη ον, μέσα στην πλάση. Αυτό όμως δε συμβαίνει. Η ελπίδα μόνο δεν αρκεί. Επειδή κάτι θα με παρηγορούσε αν υπήρχε αυτό δεν σημαίνει πως υπάρχει. Αυτή η στάση φανερώνει, αν μη τι άλλο, μιαν αφέλεια, μια παιδική αθωότητα αλλά και δειλία. Στο κάτω – κάτω γιατί να μην υπήρχε το αντίθετο, δηλαδή μια θεότητα απύθμενης μοχθηρίας και εκδικητικότητας; Κάτι που τελικώς κακώς το αναζητούμε με τόσο ζήλο.

3) Μα αυτό ακριβώς, θέλω να μάθω ή να προσεγγίσω, όσο κι εφόσον είναι δυνατόν. Αυτή η «εμπειρία της παρουσίας του Θεού», αυτή η «άλλη κατανόηση του κόσμου» που λες, από τι συνίστανται όλα αυτά; Πώς μπορεί να είναι κανείς τόσο βέβαιος; Είναι όραμα, αγαλλίαση, διαίσθηση, ενόραση; Είναι μια βεβαιότητα σχεδόν απτή, που πλημμυρίζει νου και καρδιά σαν έκσταση ή απλώς μια πολύ έντονη πίστη, μια ισχυρή διαίσθηση, χωρίς όμως ιδιαίτερη βάση, στα όρια της αυθυποβολής; Ως προς αυτό δεν έχω πάρει απάντηση ακόμη.

 

Δημήτρης:

1) Απλά ήθελα να επισημάνω ότι η έντιμη επιστημονική θέση δεν είναι η αθεΐα, αλλά η «μη θέση». «Η ιπτάμενη μακαρονάδα» θέτει επιτακτικά το θέμα των κριτηρίων που θα καθορίσουν σε τι θα πιστέψουμε. Δεν είπα ότι δεν χρειάζονται κριτήρια, φυσικά. Μιλάς για τη μερίδα αθέων που «προχωράει στη ζωή μονάχα με όσα μπορεί να κατανοήσει», αλλά αυτό είναι αίτημα και μιας (έστω μικρής) μερίδας πιστών. Το ζήτημα είναι: τι ονομάζουμε «κατανόηση»; Π.χ. ο έρωτας πώς γίνεται κατανοητός; Η τέχνη; Η «ζεστασιά» μιας παρέας που τραγουδά στην παραλία; Όπως κι αυτά τα παραδείγματα, έτσι και η πίστη, για έχει κάποιο νόημα, πρέπει να έχει βιωματική ποιότητα κι όχι να ακολουθεί μια επιστημονική απoδεικτική. Η πίστη στο Ιπτάμενο σπαγγέτι ενδεχεται να μην μπορεί να διαψευστεί, αλλά δεν έχει ούτε βιωματική αφετηρία, ούτε υπαρξιακό αντίκρισμα.

Στο 2) συμφωνώ.

3) Το ερώτημά σου είναι καίριο. Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις... Κάποιοι άνθρωποι έχουν πει πως ένιωσαν αυτήν την «πραγματικότητα» με μια αμεσότητα εντονότερη κι από αυτήν της αντίληψης του φυσικού κόσμου. Αλλά πόσο αξιόπιστες είναι αυτές οι μαρτυρίες; Κι ακόμη κι αν είναι αληθινές, πώς θα ξεχωρίσουμε τους αληθινούς από τους φαντασιόπληκτους ή τους απατεώνες;

Μού κάνει εντύπωση η απλότητα των αιτημάτων που είχε ο Ιησούς προς τους ανθρώπους «Μία εντολή σάς δίνω, να αγαπάτε αλλήλους όπως κι εγώ σας αγάπησα». Σα να λέει (μια δική μου, υποκειμενική, ερμηνεία:) «Μη ψάχνετε για εμπειρίες παρουσίας. Ξεκινήστε από το πιο απλό κι ανθρώπινο του να μπείτε στο μυστήριο της αγάπης, κι αυτό θα σας οδηγήσει.»
Κι από την άλλη, πολλοί από μας (ίσως κι εσύ) έχουν αισθανθεί μια γλυκύτητα ανάβοντας ένα κερί σε κάποιο εξωκλήσι ή καθήμενοι κάποιο δειλινό στο χείλος της θάλασσας, όπως λες. Αυτό θα μπορούσε να είναι μια πρώτη προσέγγιση, μιας «άλλης κατανόησης του κόσμου». Θα μπορούσα να υποθέσω ότι αυτό το βίωμά σου στην ακροθαλασσιά έχει κάτι από την παρουσία του Θεού, ακόμη κι αν εσύ δεν το ονομάζεις έτσι.

 

Αντώνης:

Αποδέχομαι «ότι η έντιμη επιστημονική θέση δεν είναι η αθεΐα, αλλά η μη-θέση». Καλύτερα η επιστήμη να μην εμπλακεί σε ένα ζήτημα που ξεπερνάει τα γνωστικά της εργαλεία. Αλλά για τα βιώματα που περιγράφεις υπάρχει κι αντίλογος. Π.χ. μια μερίδα σύγχρονων στοχαστών, θεωρεί ότι όλα έχουν αποκλειστικά υλική βάση. Η συνείδησή μας και όλα τα συμπαρομαρτούντα («ο έρωτας, η τέχνη, η ζεστασιά μιας παρέας που τραγουδά στην παραλία») μπορούν, λένε, να εξηγηθούν ως καθαρά φυσικά φαινόμενα και τίποτε παραπάνω. Τα πάντα είναι ζήτημα νευροφυσιολογίας και η μόνη τροχοπέδη προς μια συνολική ερμηνεία της συνείδησης είναι μονάχα οι ελλιπείς μας – προς το παρόν – γνώσεις.

 

Δημήτρης:

Όταν μίλησα για κατανόηση του έρωτα και της τέχνης, δεν εννοούσα την νευροφυσιολογική τους ερμηνεία, αλλά αυτό που βιώνει η συνείδησή μας, η οποία σε μένα φαίνεται ένα απροσπέλαστο μυστήριο…

Αλλά και για αυτά που λες, δεν είναι τόσο απλό το ζήτημα. O έρωτας, η τέχνη κ.τ.λ. είναι πράγματι ζητήματα νευροφυσιολογίας. Ωστόσο οι νευρώνες αποτελούνται από άτομα και, σε ατομικό επίπεδο, δεν ξέρουμε αν η φύση λειτουργεί αιτιοκρατικά ή όχι. Μάλιστα, στα πλαίσιά της κβαντομηχανικής, μπορεί να υποθέσει κανείς ότι υπάρχει ένας «κόσμος 2» (στον οποίον θα μπορούσαν να δρουν π.χ. οι «ψυχές») που αλληλεπιδρά με την ύλη, επηρεάζοντας τα φαινόμενα. Και με δεδομένη τη θεωρία του Χάους, αυτή η επίδραση θα ήταν καταλυτική για ασύλληπτα πολύπλοκα συστήματα όπως αυτό του εγκεφάλου. Καταλαβαίνεις πως οι επιστημολογικά έγκυρες υποθέσεις είναι αναρίθμητες…

Κι εγώ, λοιπόν, πιστεύω πως η συνείδηση είναι (και) φυσικό φαινόμενο. Ωστόσο, οι προσθήκες "καθαρά" και "τίποτε παραπάνω" αποτελούν μεταφυσική τοποθέτηση, αφού η επιστήμη δεν μπορεί να τις επιβεβαιώσει ή να τις διαψεύσει.

Βέβαια, η βιωματική «ποιότητα» της επικοινωνίας με έναν Θεό οφείλει να είναι κάτι διαφορετικό κι από την επίδραση ενός «κόσμου 2» στον εγκέφαλο. Γιατί προϋποθέτει και μια ενέργεια του Θεού: Αφορά σε κάτι που υπερβαίνει κάθε κτίση ή κόσμο.

 

Αντώνης:

Φυσικά, η αρχή της απροσδιοριστίας αφήνει χώρο για πολλές ερμηνείες. Ούτως ή άλλως, δεν έχω πειστεί ως προς την εξάντληση της συνείδησης σε νευροφυσιολογικές εξισώσεις. Πρακτικά, όμως, δεν αισθάνοµαι να έχω κάτι περισσότερο στο νοητικό µου οπλοστάσιο από φυσικά φαινόμενα. Ακόμη και την αγάπη μπορεί κανείς να την προσεγγίσει µε όρους εξελικτικής βιολογίας, λέει ο Dawkins, αλλά κατά βάθος ποσώς μ' ενδιαφέρει.

Άλλωστε υπάρχει και το βίωμα που εισπράττει η συνείδηση, όπως λες. Κι όσον αφορά σ’ αυτό, συμφωνώ μαζί σου ως προς το: «Μη ψάχνετε για εμπειρίες παρουσίας. Ξεκινήστε από το πιο απλό κι ανθρώπινο του να μπείτε στο μυστήριο της αγάπης, κι αυτό θα σας οδηγήσει». Το απλό, το ανθρώπινο (τόσο δύσκολο να οριστεί παρ’ όλ’αυτά) ή το μυστήριο της ίδιας της ζωής, αυτά αποτελούν τη μια άκρη του νήματος, ασχέτως που καταλήγει η άλλη άκρη, σε θεό, θεούς, φυσικούς νόμους, παράλληλα σύμπαντα κι έντεκα διαστάσεις ή ξανά πίσω στον εαυτό μας. Ετούτη η ταπεινή άκρη, αυτό το φτωχικό ξέφτι, είναι δικό μας, κατάδικό μας, ξεκάθαρο και απτό, μισητό και λατρεμένο ταυτόχρονα. Είναι ο κοινός παρονομαστής που μας ενώνει όλους, άθεους και θεϊστές. Η άλλη άκρη του νήματος είναι μια άλλη υπόθεση. Αυτό το ποτήρι με το νερό μπορεί να μη γνωρίζουμε πώς βρέθηκε πάνω στο τραπέζι. Μπορούμε όμως, παρ’ όλα αυτά, να το σηκώσουμε και να ξεδιψάσουμε με χορταστικές γουλιές, απ’ το λαχάνιασμα μιας ζωής, που μας τραβάει απαρέγκλιτα στην αγκαλιά του θανάτου.

Ως προς αυτό: «Κι από την άλλη, πολλοί από μας (ίσως κι εσύ) έχουν αισθανθεί μια γλυκύτητα ανάβοντας ένα κερί σε κάποιο εξωκλήσι ή καθήμενοι κάποιο δειλινό στο χείλος της θάλασσας, όπως λες».

Φυσικά και τα έχω νιώσει όλα τα προηγούμενα. Ακόμη και το κερί, ναι, ναι, τ’ ομολογώ!
(Ήταν αυτό το καλοκαίρι, κάπου στη Μήλο. Σε μια πυρωμένη στροφή του δρόμου, τρόμαξα από την ταπεινότητα εκείνης της όμορφης γωνιάς. Ένα πεύκο, πέντε σκαλοπάτια κι ένα μικρό ξωκλήσι 2x3 σε μια γούβα γης. Χώθηκα στη σκιά του μικρού κτίσματος. Δροσιά και ευωδιά κεριού. Ο απόηχος των περαστικών αυτοκινήτων αντηχούσε παράδοξα μέσα σε τούτο το ξεχασμένο από το χρόνο σκηνικό. Ένιωθα αμέτρητα χιλιόμετρα μακριά από τον κόσμο, αμέτρητες ζωές μακριά. Σχεδόν αγέννητος. Άναψα το καντηλάκι και μάλλον εκεί δάκρυσα. Αλλά αυτό δεν το θυμάμαι να σας το πω με βεβαιότητα. Τόλμησα κι ένα κερί για τους αγαπημένους μου. Τι τα θες; Όλος ο διαολεμένος πόνος του κόσμου ήρθε και βάρυνε εκείνο το κερί. Ανάθεμα! Όλος ο διαολεμένος πόνος του κόσμου κι εγώ το άναβα για δυο - τρεις ανθρώπους μονάχα! Ευχόμουν, σχεδόν με οργή, με συγκρατημένη λύσσα, να υπήρχε κάτι παραπάνω από σάρκες και μόρια σε αυτό τον κόσμο. Διαφορετικά πώς ν’ αντέξει κανείς όλον αυτόν το διαολεμένο πόνο του κόσμου, όλη τη θλίψη, όλο το θάνατο! Έσβησα το κερί. Έφυγα μόνος και ηττημένος. Μόνος και ηττημένος! Αυτή είναι η μόνη σοβαρή απάντηση που έχω πάρει, ούτως ή άλλως, μέχρι σήμερα απ’ τα κεριά και τις ακροθαλασσιές.)

Το κερί, φυσικά, θα μπορούσε να είναι απλώς υπόλειμμα μιας έμμεσα ορθόδοξης ανατροφής. Αλλά δε χρειάζεται να γίνομαι ξινός! Όπως είχα γράψει και αρχικά, υπάρχει ένα κοινό συναίσθημα δέους και μυσταγωγίας μπροστά σ’ ένα Σύμπαν, απείρως υπέρτερο και ακατανόητο από την ανθρώπινη νόηση. Σίγουρα εγώ δεν το ονομάζω θεό. Αλλά αναρωτιέμαι αν, σε κάποιο βαθμό, το συναίσθημα είναι κοινό, τότε τι μπορεί να είναι αυτό που ωθεί τον έναν άνθρωπο να το ονομάσει «Θεό», ενώ τον άλλον απλά «Κόσμο» (=στολίδι);

 

Αντώνης Κόλλας και Δημήτρης Μουρούλης

Τμήμα του διαλόγου αυτού περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Η Τέλεια Αντιλόπη".
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

 

Σχοινοβατούσα στη μεθόριο πίστης κι απιστίας από παιδί. Ποτέ δεν ήμουν απόλυτα πιστός, μα είχα ερωτευτεί αυτά τα νεύματα του Κόσμου που γεννούν στις καρδιές μας μεγάλες προσδοκίες. Το να αναζητάς τον Θεό, όμως, σημαίνει να τον προτιμάς νεκρό από το να είναι είδωλο. Έτσι, αδιαφορώντας για τα ξόανα, όδευα προς τον αθεϊσμό. Μα -αναπάντεχα- κάτι είδα να φωτίζει.

Ο συγγραφέας πορεύεται σε ατραπούς αναζήτησης του Θείου, τώρα που οι προνεωτερικοί θρησκευτικοί μύθοι έχουν από καιρό κλονιστεί. Ποια είναι τα κριτήρια της αλήθειας; Τι είναι ο εαυτός, η προσευχή, το θαύμα, η αγιότητα; Πώς χωράει τόσο κακό σε έναν κόσμο φτιαγμένο από έναν Θεό αγάπης; Παλεύοντας με τα ερωτήματα, αναζητά αξιόπιστες διόδους με τη βοήθεια πιστών και απίστων. Πιστών που βιώνουν αντί να ιδεολογούν και απίστων που δεν συγχωρούν μυθεύματα. Εν ολίγοις, ιχνηλατεί την τέλεια αντιλόπη...

 

Δείτε περισσότερα εδώ