Η πρόταση του Χρήστου Γιανναρά.

(Εγχείρημα προσέγγισης).

 

 

Είναι δύσκολο και φορτίο βαρύ να μιλήσει κανείς για τον Χρήστο Γιανναρά. Πρώτα, γιατί η θεολογική του σκέψη είναι μεστή, πυκνή σε νοήματα και ξεφεύγει από τα συνηθισμένα και τις απλοϊκές θρησκευτικές κουβέντες. Ύστερα, γιατί το όνομα «Χρήστος Γιανναράς» είναι συναισθηματικά φορτισμένο. Άλλοι στ’ άκουσμα του ξανασαίνουν ωσάν να υπάρχει ακόμη ελπίδα στην ελληνική ορθόδοξη θεολογία, κι άλλοι αγριεύουν, μιας και το όνομά του τους θυμίζει ξεθεμελιωτή των ηθών, εκκλησιαστικό αντιρρησία και «αιρετικό». Όμως, όσες κι αν είναι οι δυσκολίες είναι ανάγκη να κάνουμε μια προσπάθεια (δεν φιλοδοξούμε πως θα εξαντλήσουμε το θέμα) καθώς δεν συγχωρούμε στους εαυτούς μας μήτε την προκατάληψη, μήτε την απαιδευσιά κι ομολογούμε απ’ την αρχή πως μας ενδιαφέρει πολύ ν’ αφουγκραστούμε την αγωνία ενός σύγχρονου Έλληνα θεολόγου.

 

Reservatio

Προτού ξεκινήσουμε θα θέλαμε να θέσουμε μιαν επιφύλαξη: Αν και είναι αξεδιάλυτες οι θεολογικές απόψεις με τον φιλοσοφικό στοχασμό και τις πολιτισμικές και πολιτικές προεχτάσεις στο έργο του Χρήστου Γιανναρά, ωστόσο περιοριζόμαστε μονάχα στη θεολογική του πλευρά.

Χρήστος Γιανναράς

Δεν λησμονούμε πως και στα φιλοσοφικώτερά του βιβλία όπως «Το πρόσωπο και ο έρως» και «Η οντολογία της σχέσης» υπάρχει βαθιά θεολογία. Ούτε πάλι περιφρονούμε έργα σαν την «Αόριστη Ελλάδα» και την «Νεοελληνική Ταυτότητα», όπου φανερώνεται ξάστερα το σφιχταγκάλιασμα θεολογίας  και πολιτισμού. Μονάχα για λόγους συστηματικούς και για την ανημπόρια ν’ αρθρώσουμε λόγο περιεχτικό που όλα να τα αναδείχνει, θα αρκεστούμε στα θεολογικά, ελπίζοντας πως κάποτε θα μπορέσουμε να καταπιαστούμε και μ’ άλλους τομείς της σκέψης του.

 

Η βασική θέση

Υπάρχει μια βασική θέση που σα ραχοκοκαλιά στηρίζει ολάκερο το έργο του: Ο άνθρωπος ζει αυθεντικά, υπάρχει ως πρόσωπο, μονάχα σε σχέση και μάλιστα σε σχέση αγαπητική. Τι σημαίνει να «είναι» ο άνθρωπος; Αν συνάξουμε όλα τα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου, τα μορφολογικά, τα ψυχολογικά, τις συνήθειές του, μπορούμε να πούμε πως τον γνωρίζουμε; Ή μονάχα αν σχετιστούμε μαζί του, αρχίζουμε να τον καταλαβαίνουμε και να τον νιώθουμε όπως κανείς άλλος; Κι αν στεριώσει ανάμεσά μας η αγάπη, τότε δεν αισθανόμαστε πως κι αυτός και μεις  ξεμακραίνουμε από τα στενά σύνορα του «εγώ» και γνωριζόμαστε πλέρια, βαθιά και μοναδικά; Απ’ αυτή την κάπως ψυχολογική παρατήρηση μπορούμε να καταλάβουμε τι εννοεί ο Χρήστος Γιανναράς όταν λέει πως ο άνθρωπος δεν είναι μια απρόσωπη ουσία που διαφοροποιείται με τα ατομικά χαρακτηριστικά, αλλά ένα πρόσωπο «εν σχέσει». Εξάλλου, τί θα πει «πρόσωπο» αν όχι όψη προς κάποιον ή κάτι; Το πρόσωπο, δηλαδή, λειτουργεί σε σχέση και σε αναφορά κι όχι μόνο του. Στην τελευταία περίπτωση μιλάμε περί ατόμου.

 

Ο έρως

Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε και κάτι ακόμη. Αυτό που κάνει τον άνθρωπο να περνά τα σύνορα του ατόμου, να εξίσταται, είναι ο έρως. Ο έρως, όμως, όχι με την έννοια του sex, όπως κάποιοι αστόχαστα τον κατηγόρησαν, αλλά με την έννοια της ελκτικής και εκστατικής δύναμης που οδηγεί στην αυθυπέρβαση της ατομικότητας. Στο έργο του οι λέξεις «αγάπη» και «έρως» ταυτίζονται. Η τελευταία αποτελεί μόνο επίταση της πρώτης.

 

Οι Πατέρες

Γεννιέται το ερώτημα: Από πού εμπνεύστηκε αυτήν την ιδέα περί ανθρώπου; Ο Χρήστος Γιανναράς απαντά πως η τριαδολογία των Ελλήνων Πατέρων είναι που φωτίζει την ανθρώπινη ύπαρξη. Οι Πατέρες πρώτοι είπαν πως ο Θεός είναι μία φύση «εν τρισίν προσώποις», Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα. Ο άνθρωπος «κατ’ εικόνα» Θεού πλασμένος είναι μια ουσία και μύριες υποστάσεις, «μυριοπρόσωπος». Και όπως ο Θεός συνιστά την ύπαρξή του αγαπητικώς, γιατί «ο Θεός αγάπη εστί» έτσι και ο άνθρωπος «καθ’ ομοίωσιν» του Θεού υπάρχει ως πρόσωπο εν αγάπη. Δηλαδή ο μοναδικός τρόπος να ζήσει ο άνθρωπος αυθεντικά, με πληρότητα είναι ν’ αγαπήσει. Έτσι καθίσταται πρόσωπο,  φτάνει τελικά στο καθ’ ομοίωσιν!

 

Το μπόλιασμα στην Εκκλησιά

Βέβαια αυτή η αυθυπέρβαση της ατομικότητας, αυτή η ερωτική εκστατική κίνηση του ανθρώπου προς τον Θεό και προς τους ανθρώπους δεν είναι και τόσο αυτονόητη. Δηλαδή, ο άνθρωπος δεν αγαπάει εύκολα, με τέτοια πληρότητα σαν αυτή που δηλώνεται στο έργο του Χρ. Γιανναρά. Αυτό συμβαίνει γιατί στον άνθρωπο υπάρχει η ροπή προς την αυτοτέλεια, προς την ατομικότητα. Είναι απαραίτητο, λοιπόν, αν ο άνθρωπος θέλει να ζήσει πλέρια, να μπολιαστεί  στην Εκκλησία, την ευχαριστιακή σύναξη και μαζί με τα αδέρφια του ν’ αναλάβει τον καλόν αγώνα της άσκησης, που πια δεν είναι ένας ηθικός πρωταθλητισμός, αλλά μια δραματική πορεία ξεπεράσματος του ατομισμού.

 

Μια «καινούργια» ματιά

Οι συνέπειες της θεολογικής αυτής ματιάς είναι πραγματικά ριζοσπαστικές. Συγκεκριμένα, διαφορετικά νοηματοδοτείται το δόγμα, η ηθική και το μυστήριο μέσα από την προοπτική του προσώπου.

Έτσι, δεν μπορούμε πια να δούμε το δόγμα της Εκκλησίας ως ιδεολογία, ούτε καν ως φιλοσοφία, αλλά ως καρπό εμπειρίας – σχέσης με το Θεό. Δεν μπορούμε να μιλάμε πια για την ηθική της Εκκλησίας ωσάν να πρόκειται για ποινικό κώδικα ή οδηγό συμπεριφοράς στενά ατομικό, αλλά ως αγαπητική σχέση με το Θεό και τους ανθρώπους. Η ηθική αποχτά περιεχόμενο δυναμικό, εκστατικό, αποτελεί μια περιπέτεια ζωής κι όχι έναν βραχνά που πνίγει την ανθρώπινη ύπαρξη. Η αγάπη δεν στέκει ως μια από τις πολλές αρετές που πρέπει ο άνθρωπος να καταχτήσει, μα ο κατ’ εξοχήν τρόπος ύπαρξης του ανθρώπου. Συνάμα, δεν βιώνουμε το μυστήριο ως ένα μαγικό γεγονός αλλά ως ένα γεγονός σχέσης με τον Θεό και τους ανθρώπους, απερινόητο μεν, μεθεχτό δε από τους  κοινωνούς.

 

Οι πηγές

Πολλά τα ρεύματα, οι φιλόσοφοι, οι θεολόγοι που επηρέασαν τον Χρήστο Γιανναρά, μα θα μπορούσε κανείς να ξεκρίνει πρώτα-πρώτα τους Έλληνες Πατέρες και ιδιαίτερα τους Καππαδόκες, τον Μάξιμο τον Ομολογητή, τον Ισαάκ τον Σύρο, ενώ τα συγγράμματα του Ψευδοδιονυσίου αποτελούν θεμέλιο της σκέψης του. Αναμφισβήτητη είναι και η επιρροή της θεολογικής σκέψης των Ρώσσων της διασποράς με κορυφαίους τον Αλέξανδρο Σμέμαν και τον Βλαδίμηρο Λόσκυ. Τέλος, ο υπαρξισμός του Heidegger διαφαίνεται στο έργο του και κατά την γνώμη μας, αν μας επιτρέπονται τέτοιες επισημάνσεις, είναι το κλειδί για την ερμηνεία του στοχασμού του.

 

Οι αντιδράσεις

Θα περίμενε κανείς το έργο του Χρήστου Γιανναρά να γίνει δεχτό με ενθουσιασμό από τους εκκλησιαστικούς κύκλους στην Ελλάδα. Όμως, το αντίθετο συνέβη. Οι αντιδράσεις υπήρξαν πολλές και βίαιες. Αξίζει να τις δούμε για να καταλάβουμε το επίπεδο του εκκλησιαστικού φρονήματος και να μην τρέφουμε αυταπάτες. Η πρώτη αντίδραση προέρχεται από τις θρησκευτικές οργανώσεις. Ο αντίλογος δεν αφορούσε την ουσία του έργου, αλλά μια παράμετρο. Συγκεκριμένα, ο Χρήστος Γιανναράς  στο βιβλίο του «Καταφύγιο Ιδεών» και σε μακροσκελή υποσημείωση στην «Ελευθερία του ήθους» χαρακτηρίζει τις αδελφότητες ως «πιετιστικές», εμπνεόμενες δηλαδή από τον γερμανικό, προτεσταντικό ευσεβισμό. Αν και ο συγγραφέας προσκομίζει αρκετά στοιχεία, ίσως να είναι υπερβολικός και να παραβλέπει μια θετική συμβολή των οργανώσεων σε μια κρίσιμη εποχή για την ελλαδική Εκκλησία. Η δεύτερη αντίδραση προέρχεται από τους «συντηρητικούς» ορθόδοξους κύκλους. Η επίθεση εδώ ήταν βίαιη και μάλλον πλήγωσε τον συγγραφέα περισσότερο από κάθε άλλη, γιατί μέρος της ξεκινούσε από την αγιορείτικη πολιτεία την οποία ο Χρ. Γιανναράς αγαπά και σεμνύνεται. Ωστόσο, να τονίσουμε πως δεν συμμερίζεται όλο το Άγιο Όρος τις απόψεις του μακαριστού π. Θεοκλήτου Διονυσιάτη, ούτε ασπάζεται τις κατηγόριες του «Ορθοδόξου Τύπου». Με δυο λόγια οι «συντηρητικοί» ορθόδοξοι αδερφοί μας κατηγόρησαν τον συγγραφέα ότι αναβιώνει τον «νικολαϊτισμό», μια αρχαία αίρεση που προωθούσε και κήρυχνε την σεξουαλική ελευθεριότητα. Μάλλον έχουμε να κάνουμε με παρεξήγηση που οφείλεται σε εγγενή δυσχέρεια των εν λόγω κύκλων να διαβάσουν ό,τι ξεφεύγει απ’ τα πλαίσια του Γεροντικού και του Συναξαρίου. Η πανεπιστημιακή κοινότητα, οι δυο θεολογικές μας σχολές, αδιαφόρησαν πλήρως και συνέχισαν να μηρυκάζουν τις ίδιες παλιές ακαδημαϊκές θεωρίες που δεν αγγίζουν  κανέναν. Όσο για την ποιμένουσα Εκκλησία, οι ιεράρχες μας απλώς αλίευσαν συνθήματα και άντλησαν επιχειρήματα κατά των οργανώσεων, κατά τα άλλα δεν πήραν χαμπάρι. Η ίδια ιδρυματική-δημοσιοϋπαλληλική αντίληψη περί Εκκλησίας που υπήρχε παρέμεινε και ούτε καν χρηστή διοίκηση του «οργανισμού» δεν κατάφεραν να κάμουν. Όμως, ο κόσμος στην Ελλάδα που μελετά και διαβάζει, οι πιστοί άνθρωποι και πιότερο οι νέοι που δεν πάσχουν από αγκύλωση αγάπησαν τον συγγραφέα, τα βιβλία του, τη σκέψη του. Μολονότι, η προσέγγιση του κόσμου στάθηκε σ’ ένα πρώτο επίπεδο, το δέσιμο με την σκέψη του Γιανναρά ήταν συναισθηματικά έντονο και τούτο γιατί μέσα από τις σελίδες του έργου του, ανάμεσα στις παραπομπές σε φιλοσόφους και Πατέρες, μέσα απ’ τις δύσκολες λέξεις και τις πρωτάκουστες έννοιες ψυχανεμίζεται κανείς έναν αέρα λευτεριάς, σαν να ξεγυμνώνεται η πίστη την παγερή πανοπλία του νομικισμού και της σχολαστικότητας και ν’ αποχτά ξανά την πρώτη της ρώμη.

 

Μια καλόπιστη κριτική

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ο Χρήστος Γιανναράς διατύπωσε για πρώτη φορά τις απόψεις του. Συνεπώς, μπορούμε να κάμουμε μια κριτική, έχοντας συναίσθηση των ελλείψεών μας, αλλά και μη στέργοντας να κρατήσουμε μια ξερή, επιστημονική, απόμακρη στάση. Λογιάζουμε σα θετικά στοιχεία στο έργο του την διάσωση της ελληνορθόδοξης Παράδοσης από το περιθώριο. Όχι, πως πριν από τον Γιανναρά δεν ξέραμε τους Πατέρες, μα ο άνθρωπος αυτός ανάδειξε το υπαρξιακό βάθος της πατερικής διδαχής και το κατέστησε ευπρόσιτο στο σύγχρονο άνθρωπο που δεν είναι θεολόγος. Πιο πριν οι Πατέρες απασχολούσαν ένα στενό κύκλο επιστημόνων. Από τον Γιανναρά και μετά η σκέψη τους ευαισθητοποίησε ευρύτερο κύκλο διανοουμένων κι ανθρώπων του πνεύματος. Στο έργο του, και τούτο είναι πολύ σημαντικό, γίνεται διάλογος με τις σύγχρονες ιδεολογικές τάσεις και τις επιστήμες, έτσι η θεολογία ξεφεύγει από τον αυτισμό που την είχε καταδικάσει ο στείρος ακαδημαϊσμός. Επίσης, η ηθική αποχτά οντολογικό περιεχόμενο και δεν σκαλώνει στην καθηκοντολογία, ενώ παράλληλα η πνευματική ζωή απελευθερώνεται από τον ευσεβισμό και τον νομικισμό. Τέλος, με το έργο του αναδείχνεται το πρόσωπο ως στοιχείο αναπόσπαστο της ορθόδοξης θεολογίας και όρος κλειδί για την προσέγγιση της και τις όποιες προεχτάσεις της. Δεν αγνοούμε πως κι άλλοι θεολόγοι συνέβαλαν σ’ όλα τα παραπάνω, ωστόσο, κακά τα ψέματα, ο Γιανναράς ήταν ο μπροστάρης και ο λόγος του βάρυνε σαν βουνό στην ελλαδική πραγματικότητα. Απ’ την άλλη μεριά, οφείλουμε να πούμε πως η γλώσσα και το ύφος του είναι δύσκολο. Νιώθουμε την ανάγκη της προσωπικής έκφρασης, αλλά αναρωτιόμαστε: Δεν μπορούσε να γράψει πιο απλά, να καταλάβει κι ο κόσμος καλύτερα τι λέει. Δεν έχει δικαίωμα να παραπονείται στο βιβλίο του «Τα καθ’ εαυτόν» ότι τα πιο σημαντικά του βιβλία μένουν αδιάβαστα από το ευρύ κοινό. Επιπρόσθετα, στα γραφόμενά του διακρίνεται και μια πανταχού παρούσα αοριστία και γενικότητα. Δεν λέμε να ’ναι ο λόγος σαν δικόγραφο, αλλά να ’χει μια περισσότερη σαφήνεια και να καταλήγει κάπου πιο συγκεκριμένα. Τέλος, σ’ όλα τα βιβλία ο συγγραφέας θεωρεί υποχρέωσή του να βγάλει κι ένα αντιδυτικό κήρυγμα. Ε, λοιπόν, το πράγμα έχει περάσει στην υπερβολή. Για όλα τα στραβά της Χριστιανοσύνης φταίει η Δύση κι «ο μονισμός του υποκειμένου» του Θωμά Ακυινάτη; Είμαστε σύμφωνοι στην κριτική στο δυτικό πρότυπο, αλλά κι αυτή η καταστροφολογία ξεπερνά τα όρια του μέτρου.

 

Εν κατακλείδι

Πέρα, όμως, απ’ όλα αυτά το έργο του Χρήστου Γιανναρά παραμένει μια σοβαρή κι ολοκληρωμένη θεολογική πρόταση για τον άνθρωπο του σήμερα. Ίσως, η μόνη σοβαρή κι ολοκληρωμένη πρόταση στην Ελλάδα. Επειδή δεν μπορούμε τίποτα πια να περιμένουμε από την Ιεραρχία (τα πρόσφατα γεγονότα το κατέστησαν σαφές και στον πιο ανόητο) ήρθε η ώρα να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και να εργαστούμε εμείς πάνω στην κατεύθυνση που χάραξε ο Χρήστος Γιανναράς αξιοποιώντας το πλούσιο συγγραφικό του έργο. Αυτό σημαίνει δυο πράγματα. Σπουδή κι αγώνα από οποιοδήποτε μετερίζι κι αν στεκόμαστε.

 

Σπύρος Χιόνης