Η χωριάτικη βλακεία.

 

Γιατί καλείται σε μια υπερδιανοούμενη παρέα, ένας χωριάτης;

Υποθέτω γιατί κάποτε ανήκε σε αυτή…

Βρίσκομαι στο νησί, κάθομαι δίπλα στο παράθυρο με τα μπλε παραθυρόφυλλα, αγναντεύω τη θάλασσα, τον ουρανό, τα βουνά, τα δέντρα. Ακούω πουλιά και τις φωνές στη βρύση του χωριού. Χαϊδεύω με τα δάκτυλα το υφαντό που σκεπάζει το σκούρο ξύλο της ντιβανοκασέλας και με τα μάτια, τα σύκα που λιάζει η Μαρίκα στο δρόμο.Ακούω τις μυρωδιές από τα γεμιστά, που χωρίς να είναι συνεννοημένη, μαγειρεύει σήμερα όλη η δώθε μπάντα του χωριού, κι αναπνέω ένα αέρα που τρυπά τα πνευμόνια μου. Μια γειτόνισσα, δε βλέπω ποια, μου αφήνει φρεσκοκομμένα κολοκύθια στην πόρτα, γιατί είδε στο περβολάκι μου πως τα δικά μου τελείωσαν.

Χωριό

Κάπως έτσι μπορεί να φαντάζεται ή και να ονειρεύεται κάποιος τη ζωή στο χωριό, το φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον σε μια ισορροπία που ενεργεί και ενεργοποιεί τις αισθήσεις και τον ψυχισμό.

Και έτσι είναι. Καθημερινά.

Φεύγοντας από τη μητρόπολη Αθήνα συνειδητοποίησα ότι δε γεννήθηκα με εσωτερική τετραπληγία. Ο τεράστιος εγκέφαλος και οι ατροφικές αισθήσεις, μαζί με την κατάθλιψη που ο συγκεκριμένος συνδυασμός προκαλεί, ήταν παράγωγα του τόπου και του τρόπου της βιωτής. Καθώς το μυαλό παίρνει τη θέση που του αρμόζει και λειτουργεί μόνο στα δικά του χωράφια (να υπολογίζει το λογαριασμό στο μπακάλη και μόνο), γνωρίζω την αρμονία ή και τη βλακεία..

Τα άλλοτε αγαπημένα, υψηλής ποιότητας δοκιμιακά εγχειρίδια, φιλοσοφικού, θρησκευτικού και άλλου συναφούς περιεχομένου, έχουν πέσει σε αχρηστία και μάλλον που δε καταλαβαίνω πια σε τι αναφέρονται. Δεν είναι ότι αγνοώ, απλώς δε θυμάμαι ποιο είναι το πρόβλημα μας και αναπτύσσουμε τόνους θεωρητικών θεωριών για το σύμπαν. Νομίζω πια, πως από το πολύ οξυγόνο ξεκούτιανα, ή πως η λεκτική, προφορική ή γραπτή, βαριά ή ελαφρά θεολογία είναι αστική ανάγκη.

Τι δεν αλλάζει; η Ουσία.

Αφού η απουσία έχει παντού την ίδια μυρωδιά, την ίδια γεύση, το ίδιο χρώμα, ήχο, κρύο και δε σχετίζεται με το μυαλό. Είναι η απουσία του Άλλου, του Προσώπου, των Αγαπημένων και κατ’ επέκταση του δικού μου προσώπου. Κι η ουσία είναι στην αγάπη, που είναι σχέση, που είναι η απόλυτη συνάντηση ψυχών και σωμάτων, όπου και όταν ο ένας γνωρίζει καθολικά τον άλλο, τον αναγνωρίζει σαν μοναδική ετερότητα και τον εξυψώνει στην Ύπαρξη. Και σε κάθε τόπο, κάθε στιγμή, με κάθε άνθρωπο που δε συζώ την Αγάπη, βιώνω την απουσία, τον πόνο, τον θάνατο.

Στον πρότερο τόπο διαμονής, προσπαθούσα να επιβιώσω, πνευματικά τετραπληγική, μέσα σε 5.000.000 τέτοιες απουσίες, 5.000.000 καθημερινούς ανεκπλήρωτους έρωτες, 5.000.000 θανάτους. Το πρόβλημά δεν άλλαξε, απλώς έχω πια αρκετή υγεία ή βλακεία, ώστε να μπορώ να το αντιμετωπίσω, και ταυτόχρονα σε μια κοινότητα με 130 ανθρώπους όλα δείχνουν πιο εφικτά.

Σήμερα Κυριακή ξύπνησα με το φως του ήλιου, περπάτησα μερικά δευτερόλεπτα για να βρεθώ στο ναό, αγνάντεψα και ανάπνευσα τον ορίζοντα πριν μπω. Σήμερα Κυριακή, όπως κάθε φορά, λειτουργηθήκαμε και πάλι 50 αγράμματοι, άξεστοι, γεμάτοι βλακεία χωριάτες: παπάς, ψαλτάδες, λαϊκοί. Όλοι γνωριζόμαστε με το όνομά μας, γνωρίζουμε ποιος έχει πένθος, γιορτή, αρρώστια, χαρά, φτώχια. Σήμερα, μπορεί για άλλη μια φορά να μην κοινωνήσαμε στην αγάπη, αλλά πάντως ήμουν στην Εκκλησία και έχω την αίσθηση πως πάλι ο Χριστός Ανέστη.

Εκτός εάν έχω πιάσει πάτο στη χωριάτικη βλακεία μου.

Ίνα Καλιότσου.