Κείμενα
1ου τεύχουςΥπάρχει κάτι εκεί έξω...
H συντακτική ομάδα
Το κοινωνικό όραμα του Χριστιανισμού
Γιώργος Κρανιδιώτης
Η πρόταση του Χρήστου Γιανναρά (Εγχείρημα προσέγγισης)
Σπύρος Χιόνης
Βασιλεία (Εκκλησία) του Θεού επί γης ή ελέω Θεού βασιλεία (Εκκλησία);
Χρίστος Ηλιόπουλος
Μ’ αφορμή δυο ερωτήσεις: «Πώς αισθάνεσαι μέσα στην εκκλησία;» «Τι αλλαγές πρέπει να γίνουν;».
Δημήτρης Μουρούλης
Σκαλίζοντας κάτι παλιά αρχεία
Μανώλης Παντερής
Η χωριάτικη βλακεία
Ίνα ΚαλιότσουΚείμενα
2ου τεύχουςΣαν κάθε νέος, βάλθηκα κι εγώ να γίνω μεγαλοφυΐα, μα παρενέβη ευσπλαχνικά το γέλιο...
H συντακτική ομάδα
Αναζητώντας τον Θεό.
Εφηβεία: Βιώνοντας νέες πραγματικότητες σε κοινωνίες που αλλάζουν.
Δημήτρης Μουρούλης
Οι περί έρωτος διδασκαλίες στον Ψευδο-Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη.
Γιώργος Κρανιδιώτης
Ινδιάνικος σπερματικός λόγος
Σηάτλ
Όταν η "Ιερά" Σύνοδος μιλάει στα Παιδιά της...
Χρίστος Ηλιόπουλος
Ξανάνιωμα
Σπύρος Χιόνης
Τραγουδώντας παραδοσιακά τραγούδια...
Ίνα ΚαλιότσουΚείμενα
3ου τεύχουςΣχόλια στην επιστολή ενός Αγίου Ποιητή
Από το ιστολόγιο odoiplano.pblogs.gr
Θρησκευτικό βίωμα: Η κουβέντα ενός μάλλον πιστού με έναν σχεδόν άθεο.
Αντώνης Κόλλας και Δημήτρης Μουρούλης
Ενθρονιστήριος λόγος
Ανωνύμου Ιερέα
Ο Χριστός φέτος γεννήθηκε στη γέφυρα
Ευχαριστία
Από το ιστολόγιο nightwhisper.wordpress.com
Η συνάντηση στο καφενείο της οδού Ναυαρίνου
Μαρίνα Βέλλου
Περί Αιτιοκρατίας και Ελεύθερης Βούλησης
Χρίστος Ηλιόπουλος
Γι' αυτούς που ψιθυρίζουν στον Θεό...
Bobin ChristianΚείμενα
4ου τεύχουςΜικρό σχόλιο σε μια (θεολογημένη) αθεϊστική εκστρατεία.
H συντακτική ομάδα
Για ποιο Θεό μιλάμε; Ή για μια «αναρχία της αγάπης»
Μάριος Δεσύλλας
Εργατικό Μαρτυρολόγιο
π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος
Ματωμένο διαμάντι
Θοδωρής Λάββας
Η αλήθεια του Κολασμού και το Ψέμα του Σωφρονισμού
π. Χαράλαμπου Παπαδόπουλου
Αφιέρωμα στις τραγωδίες της Παλαιστήνης
Αντώνης Κόλλας & Αθηνά Τσακάλου
Γεύση Αγριοκέρασου
Δημήτρης Μουρούλης
Συνέντευξη με τον Μάνο Κουμπαρέλη με αφορμή την εισήγησή του στον Σύνδεσμο Ορθοδόξων Νεολαιών
Κείμενα
5ου τεύχουςΞανάνιωμα.
Το Πρόβλημα
Ποιος μπορεί ν’ αρνηθεί πως η Εκκλησία μας, νοσεί βαρύτατα; Ποιος μπορεί εύκολα να κλείσει τα μάτια στη διαφθορά και την παρακμή της διοίκησης, στη σύγχυση και την αβεβαιότητα των πιστών, στις υπερβολές και τον παραλογισμό των εκκλησιαστικών πρόσωπων; Κανείς. Όλοι το νιώθουμε, όλοι το ψηλαφούμε, όλοι υποφέρουμε, όλοι ντρεπόμαστε. Κι όμως αν κοιτάξει κανείς να βρει την αιτία τότε θ’ ακούσει τόσες απόψεις που στα σίγουρα θ’ αποκάμει και με βαθύ αναστεναγμό θα πει: Δε γίνεται τίποτα ! Πολλοί θα πουν πως οι άθεοι πολεμούν την Εκκλησία. Ίσως να ‘ναι έτσι. Αλλά τα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας είναι άραγε ψέματα; Και για όσα οι δημοσιογράφοι δεν μίλησαν, μα «οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ» τα γνωρίζουν πολύ καλά, τι θα πούμε; Άλλοι με θυμόσοφο ύφος θα πουν πως και οι κληρικοί είναι άνθρωποι με αδυναμίες. Τότε γιατί παρουσιάζονται ως άγγελοι, γιατί προσφωνούν ο ένας τον άλλο «Άγιε» , «Σεβασμιότατε», «Μακαριότατε» και άλλα πολύ χειρότερα; Γιατί δεν μετανοούν δημόσια, αληθινά; Μερικοί, οι πιο ευλαβείς, θα πουν πως δεν έχουμε πια αγίους ιερείς και όλοι πρέπει να ακολουθήσουμε την νηπτική μας παράδοση για να λάμψει ξανά η Ορθόδοξη Αλήθεια. Δυστυχώς, η ιστορία αποδείχνει πως η νηπτική παράδοση, γεμάτη ετερόκλητα στοιχεία κι όχι πάντα ορθόδοξα, δεν στάθηκε ικανή να βοηθήσει όλη την Εκκλησία, παρά μονάχα κάποιους ασκητές και αγίους, απ’ τους οποίους είναι γεμάτα τα συναξάρια, αλλά προκοπή δεν είδαμε ως τώρα. Υπάρχουν και κείνοι που θα τονίσουν την ανάγκη καλύτερης οργάνωσης και πιο χρηστής διοίκησης. Ωστόσο, τι έχει να πει η διοίκηση, η οποία πρέπει όντως να ‘ναι χρηστή, για τα αδιέξοδα των πιστών; Για τα προβλήματα των νέων; Για την ουσία της ζωής; Μάλλον τίποτε. Και ο κατάλογος των απόψεων δεν έχει τέλος. Άρα λοιπόν…
Η ιστορική παράμετρος
Άρα, μάλλον πρέπει να δούμε τα πράγματα λίγο πιο βαθιά. Το πρόβλημα της Εκκλησιάς μας είναι πιο σύνθετο. Η Ανατολική Εκκλησία έχει μεγάλη ιστορία . Σ’ όλους αυτούς τους αιώνες δέχτηκε την επίδραση πολλών ρευμάτων γιατί οι ιστορικές συνθήκες την ανάγκασαν να μπει σε μια διαλεκτική διαδικασία με τον κόσμο του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους. Ο Γνωστικισμός, ο Νεοπλατωνισμός, οι αρχαίες λατρείες την επηρέασαν. Όσο και εάν οι Πατέρες αγωνίζονταν να κρατήσουν αδιάφθορο το ευαγγελικό μήνυμα, οι αλλοιώσεις τελικά δεν αποφεύχθηκαν. Ίσως, να μην άλλαξαν το πρωταρχικό κήρυγμα στη βάση του και σίγουρα διατηρείται καλύτερα στην Ορθοδοξία, απ’ ότι στη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, όμως πάρα πολλά μεταβλήθηκαν έτσι ώστε η Εκκλησία να ‘χει γίνει πραγματικά αγνώριστη. Για παράδειγμα ο αγιασμός είναι μια καθαρά ειδωλολατρική τελετή, που η εκκλησία την υιοθέτησε πλήρως, αν και την νοηματοδότησε διαφορετικά. Οι γιορτές των Εισοδίων και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι παρμένες από τα απόκρυφα ευαγγέλια και απηχούν την λαϊκή θρησκευτικότητα της εποχής του 8ου και 9ου αιώνα. Η ασκητική γραμματεία ποτισμένη από τη σκέψη του Ωριγένη και του Ευαγρίου είναι γεμάτη από γνωστικά στοιχεία, σε σημείο να πιστεύει κανείς πως στον αγώνα ενάντια στους γνωστικούς, η Εκκλησία κέρδισε δογματικά, έχασε όμως στην ασκητική και στο μοναχισμό. Θα μπορούσε κανείς ν’ αναφέρει πάρα πολλά που είναι ίσως γνωστά στους θεολόγους. Σημασία έχει πως με όλες αυτές τις προσμίξεις η Εκκλησία μας έφτασε στον αιώνα του Διαφωτισμού με μια παγιωμένη λατρεία και μια διδασκαλία ηθική και δογματική αποτέλεσμα όλων αυτών των επιρροών.
Εδώ συνέβη κάτι πολύ σημαντικό. Επειδή η Εκκλησία στάθηκε κοντά στο γένος, κοντά στο λαό, σε γενικές γραμμές, και διαφύλαξε τη γλώσσα, τα ήθη, την πίστη, κοντολογίς την ενότητα του ελληνικού λαού στα χρόνια του οθωμανικού ζυγού, γι’ αυτό και δοκίμασε μια άνευ προηγουμένου ασυλία. Το κριτικό πνεύμα του Διαφωτισμού δεν την σπάραξε, όπως έγινε στη Δύση. Δεν μπήκε στο καμίνι της κριτικής, κι αν αυτό έγινε, στάθηκε σε ακαδημαϊκό επίπεδο, δεν πέρασε στο λαό, δεν άγγιξε τον κλήρο. Στη Δύση η αμφισβήτηση των πάντων από το δόγμα και τη Γραφή μέχρι και τη λατρεία σίγουρα έπληξε τις εκκλησίες, όμως τους χάρισε ένα πνεύμα αυτοκριτικής, συγχρονισμού με την νεοτερικότητα, τις οδήγησε στην αναζήτηση του ουσιαστικού και τελικά στην ανανέωση. Εδώ, στην Ελλάδα, η Εκκλησία εισήλθε στη νεοτερικότητα χωρίς καμιά αλλαγή. Στη συνέχεια η ελλαδική Εκκλησία μπλέχτηκε στους αγώνες του έθνους και στον εμφύλιο, υποστήριξε στα μετεμφυλιακά χρόνια τον αντικουμμουνισμό, συνοδοιπόρησε με τη δικτατορία κι έτσι . . . έχασε το τρένο.
Η κατάντια
Μ’ αυτόν τον τρόπο η Εκκλησία μας επιβιώνει στην ελλαδική κοινωνία σαν «απολίθωμα», ένα είδος μουσείου, ένας θεσμός σεβαστός για την παλαιότητά του. Η κοινωνία την έχει ξεπεράσει, οι νέοι συνδέονται μαζί της εντελώς επιφανειακά ή καθόλου και όσοι θεωρούνται ζωντανά μέλη της προσπαθούν να προσαρμόσουν την ζωή τους στην βυζαντινή και μεταβυζαντινή πνευματικότητα και όπως είναι φυσικό γεννιούνται πολλά προσωπικά δράματα. Τα αδιέξοδα είναι ολοφάνερα. Όμως η Ιεραρχία της Εκκλησίας δεν έχει συνηθίσει να σκέπτεται επιστημονικά και να κάνει αυτοκριτική. Ίσως να νιώθει πως περνά στο περιθώριο, όμως δεν μπορεί να εξηγήσει το γιατί. Νομίζει πως ο κόσμος την πολεμάει, ενώ η αλήθεια είναι πως ο κόσμος απλώς την προσπερνάει. Στην απελπισμένη προσπάθειά της να κρατήσει την θέση της πιάνεται απ’ όπου βρει . Κι έτσι εμφιλοχωρούν στο σώμα της τα πιο χαμερπή και ποταπά στοιχεία της κοινωνίας. Είναι θλιβερό, από τη μια να θυμάται στις ακολουθίες της πραγματικούς γίγαντες του πνεύματος, θεσπέσιες προσωπικότητες θάρρους κι αυταπάρνησης, κι από την άλλη καθημερινά να βιώνει έναν εξευτελισμό και έναν ηθικό εκμαυλισμό χωρίς όρια.
Χιμαιρική Μεταρρύθμιση
Γεννιέται το ερώτημα: Τι μπορεί να γίνει; Ασφαλώς, τον πρώτο λόγο έχει η Ιεραρχία. Αν η ίδια δεν θελήσει να τροποποιηθούν κάποια πράγματα, τότε δεν μπορεί να περιμένει κανείς αλλαγές σε συλλογικό επίπεδο. Αυτό απαιτεί ειλικρίνεια, ρεαλισμό, θεολογική εμβρίθεια, διαφώτιση του ελληνικού λαού και κυρίως … Τόλμη! Οι καιροί επιβάλλουν πρώτα απ’ όλα απλότητα. Η αμφίεση των κληρικών είναι απαράδεκτη. Πρέπει να αλλάξει τώρα! Τόσο το αναχρονιστικό ράσο και το γελοίο καλυμμαύχι, όσο και τα άμφια , πάνω στα οποία έχει στηθεί μια βδελυρή βιομηχανία. Ιδιαίτερα, πρέπει να επανέλθει η αμφίεση του επισκόπου στην πρωτοχριστιανική της λιτότητα. Συνακόλουθα, δεν μπορεί η Εκκλησία να στερείται της δημοκρατικότητας, να παραγκωνίζει την αντιπροσωπευτική αρχή, ιδίως για το βαθμό του επισκόπου, οι οποίοι, παρεμπιπτόντως, κατά κανόνα πρέπει να ‘ναι έγγαμοι. Η εκλογή των επισκόπων επιβάλλεται από το Ευαγγέλιο, την κοινή λογική και τα χρηστά ήθη. Όριο ηλικίας στους αρχιερείς να ‘ναι τα 75. Έχει γεμίσει η Ιεραρχία από παραληρούντες γέρους. Κωδικοποίηση των ιερών κανόνων, καθώς είναι πολλοί, αντικρουόμενοι και εντελώς αναχρονιστικοί. Η αλλαγή της γλώσσας στη λατρεία είναι αίτημα των καιρών λογικό και θεολογικά σωστό. Η προσαρμογή όμως είναι πολύ δύσκολη. Πιο εφικτό είναι να διαδοθεί ευρέως η χρήση λειτουργικών εγκολπίων με ερμηνεία. Συντόμευση των ακολουθιών. Να εφαρμοστούν οι περιοριστικοί κανόνες της 4ης Οικουμενικής Συνόδου για τους μοναχούς και να κλείσουν αρκετά μοναστήρια, γιατί de facto δεν θεραπεύουν τα ιδεώδη της μοναχικής πολιτείας. Επίβλεψη στα μοναστήρια από την Ιεραρχία( η οποία πλέον θα ‘ναι φορέας των μεταρρυθμίσεων) γιατί αρκετοί «γέροντες» διαδίδουν αιρετικές, γνωστικές θεωρίες με το πρόσχημα της παράδοσης. Τέλος στην λειψανολατρεία. Τέλος στις περιφορές «θαυματουργών» εικόνων. Εθνικοποίηση μεγάλου μέρους της μοναστηριακής περιουσίας. Οριστικό τέρμα στους ηλίθιους βυζαντινοπρεπείς τίτλους. Σοβαρότητα και χρηστή διοίκηση.
Η Ουσία
Ακόμη όμως και αν γίνουν όλα αυτά, πράγμα απίθανο, δεν θα έχει γίνει τίποτα το σπουδαίο. Λείπει η ουσία. Η ουσία του κηρύγματος της Εκκλησίας, που βασίζεται στο πως ερμηνεύει τον λόγο του Θεού. Είναι ανάγκη να γίνει μια σοβαρή στροφή. Μέχρι τώρα η θεολογία στην ορθόδοξη Ανατολή ήταν περισσότερο δογματική και ελάχιστα βιβλική. Η επιστροφή στο πρωταρχικό μήνυμα της Καινής Διαθήκης, στο πνεύμα της κι όχι στο γράμμα, είναι αναγκαία, γιατί εκεί διαφυλάσσεται το νόημα της χριστιανικής ζωής. Δεν υποτιμάται ούτε η εμπειρία των αγίων, ούτε η λατρευτική παράδοση, αλλά ερμηνεύεται, κρίνεται, αξιολογείται μέσα από το Ευαγγέλιο.
Το πρωταρχικό κήρυγμα του Ιησού, όπως μας παραδίνεται από τα ευαγγέλια και ιδιαίτερα τα συνοπτικά, διέπεται από μια εμπιστοσύνη στο Θεό – Πατέρα, από μια ζωή ευαίσθητη στον ανθρώπινο πόνο, μια αγάπη προς κάθε άνθρωπο και μάλιστα προς τους αμαρτωλούς, μια αμεριμνησία, ελάχιστη προσκόλληση στα υλικά αγαθά και αναμονή της Βασιλείας του Θεού, που συνάμα έρχεται μα και είναι ήδη παρούσα σαν μια καινούργια ζωή. Αυτό το όμορφο κήρυγμα του Γαλιλαίου είναι σαγηνευτικό, ποιητικό, συγκινητικό για τις ανοιχτές καρδιές. Παράλληλα, ο Ιησούς απορρίπτει κάθε τυποκρατία, κάθε υποκρισία, κάθε στενότητα πνεύματος και καρδιάς, περιφρονεί τους ισχυρούς και το ιερατείο, τις πολύπλοκες παραδόσεις που σκιάζουν την ουσία και συσκοτίζουν την αλήθεια που ‘ναι πάντοτε απλή. Η Καινή Διαθήκη στο σύνολό της, προβάλλει τον Ιησού ως «Κύριο» και υποστηρίζει πως η πίστη σ’ αυτόν οδηγεί τον άνθρωπό σε μια πληρότητα ζωής που η ένδοξη συνέχεια θα φανερωθεί στην κοινή Ανάσταση, για την οποία δεν υπάρχει πια αμφιβολία, μιας και ο Ιησούς αναστήθηκε, νίκησε το θάνατο, κατήργησε το οδυνηρό τέλος των ανθρώπων. Η συνάθροιση των πιστών στο όνομά του είναι η εκκλησία, αυτή η χαριτωμένη παρεμβολή στον κόσμο που αδιάκοπα αναγγέλλει τα όσα ο Θεός έκανε δια μέσου του Υιού Του. Ζει και αναπνέει γύρω από την ευχαριστία, αυτή την πράξη που ο ίδιος ο Ιησούς συνέστησε λίγο πριν πεθάνει στο σταυρό για την σωτηρία όλων μας.
Το τραγούδι της Ανατολής
Λίγο-πολύ αυτή είναι η καρδιά του Χριστιανισμού. Περιέχεται στην Καινή Διαθήκη. Θα μπορούσε κάποιος να πει πως αρκεί να διαβάσει κανείς τα Ευαγγελία για να πιστέψει και να ζήσει ως Χριστιανός. Δυστυχώς υπάρχει ένα πρόβλημα. Ο Χριστιανισμός είναι πολύ ανατολικός, πολύ σημιτικός. Για να τον ασπαστεί κανείς πρέπει ν’ αγαπά τις ιστορίες, ακόμη και τους μύθους γιατί κρύβουν την αλήθεια της ζωής. Πρέπει να χει σκέψη άδολη, αμόλευτη από τον ορθολογισμό, ν’ αρκείται στο ασαφές, στο αδιευκρίνιστο, σ’ αυτό που ‘ναι ταυτόχρονα και κυριολεξία και μεταφορά και να μη νοιάζεται να το αναλύσει, αλλά να το νιώσει. Ο Χριστιανισμός είναι ξέχειλος από συναισθήματα, πίστη, προδοσία, αγάπη, πάθος, συγκίνηση, κλάματα, χαρά, οργή, γαλήνη, φόβος, θάρρος, τα πάντα . Μόλις τον βάλεις στο επιστημονικό σπουδαστήριο, στις αίθουσες των φιλοσοφικών συζητήσεων τον σκότωσες. Ο Χριστιανισμός αναπνέει μέσα στην ποίηση, στη ανέμελη συντροφιά γύρω από λιγοστό φαγητό, στις μαγευτικές βραδιές γύρω από τη φωτιά, όταν η ιστορία του Ιησού ζωντανεύει στα στήθη και ταυτίζεται με το προσωπικό δράμα, στις γλυκές ώρες της προσευχής στην ερημιά, στο κλάμα του Πέτρου, της πόρνης, στην αληθινή συντριβή. Αργοπεθαίνει μόλις αρχίσουν οι ερωτήσεις και οι αναλύσεις, όταν ενδώσει σ’ αυτές θαρρεί κανείς πως ξεφεύγει, ξεστρατίζει, γίνεται κυριακάτικο κατηχητικό, λογική ακροβασία, ανιαρή χρηστομάθεια. Και η μαύρη αλήθεια είναι πως η Εκκλησία σε Δύση και Ανατολή ενέδωσε στον πειρασμό ν’ απαντήσει στους φιλοσόφους και στους αιρετικούς, μόχθησε να διατυπώσει τις αλήθειες της, τα δόγματά της, να τα φανερώσει στην τέχνη και να πείσει, να συστηματοποιήσει την ηθική της, να ορίσει την διοίκηση με αποτέλεσμα να «μωρανθεί» το άλας ! Στην Ανατολή κάτι κρατήσαμε. Δεν στριμώξαμε εντελώς το Ευαγγέλιο στο μυαλό μας. Αρκετά μένουν ακόμα έτσι αδιευκρίνιστα, ασαφή, ακατέργαστα. Ίσως να καταλαβαίνουμε καλύτερα τα σημιτικά φύλα.
Στο σήμερα…
Ο Χριστιανισμός, αυτός ο πρώτος, ο άδολος, ο ασαφής, ο ποιητικός χρειάζεται. Ο άλλος ξέφτισε πια. Ίσως καλύτερα. Τώρα μπορούμε να αφεθούμε στη φωνή από τη Γαλιλαία, που μαγεύει, γοητεύει σαν ανατολίτικο τραγούδι. Θα μας ξεκουράσει, θα μας αναπαύσει, θα δώσει στη ζωή μας, αυτή την πεζή, μονότονη και άχαρη λίγα όνειρα, λίγη συντροφιά, μια παρέα ανθρώπινη κι απλή, ένα ταξίδι στην έρημο, ένα φρέσκο αέρα ελευθερίας. Η Εκκλησία μας ν’ αφήσει ό,τι πολύπλοκο, σύνθετο, βαρύ της φόρτωσε η Ιστορία είτε στη λατρεία, είτε στη διδαχή της και να ξαναγυρίσει στη φτώχεια της νεότητάς της. Να μη λυπηθεί να βάλει στην άκρη αυτήν τη μεσαιωνική πανοπλία. Δεν τη χρειάζεται πια. Μέσα σε μια ανατολίτικη λιτότητα θα συναντήσει τον σύγχρονο άνθρωπο, κι αυτός θα την αποδεχτεί γιατί θα δει κάτι το γνήσιο και αυθεντικό.
Το καταφύγιο της καρδιάς
Μα κι αν ακόμα η Εκκλησία, συλλογικά, δεν επιχειρήσει αυτήν την επιστροφή στο μήνυμα της Καινής Διαθήκης, μπορεί να το κάνει ο κάθε άνθρωπος ξέχωρα. Μέσα από αυτή την σύγχυση μπορεί να πιαστεί από το Ευαγγέλιο και να γεμίσει η καρδιά του από αλήθεια, ελευθερία, πίστη και αγάπη. Θα ‘ναι ο δρόμος του μοναχικός, αλλά ποιος ξέρει, όλο και κάποιος συνοδοιπόρος θα βρεθεί. Αυτό, ίσως, είναι και το μόνο εφικτό. Το ερώτημα είναι πώς θα μπορέσει να συμβιώσει μια τέτοια απέριττη χριστιανική αντίληψη με τον σημερινό εκκλησιαστικό περίγυρο. Είναι δύσκολο, μα όχι ακατόρθωτο. Η πίστη σε τελική ανάλυση αναπνέει στο χώρο της καρδιάς. Είναι ευχής έργο να εξωτερικεύεται σε μια ζωντανή κοινότητα, να γίνεται προσευχή, ψάλσιμό κοινό, μοίρασμα και συμμετοχή. Μα αν αυτό δεν γίνεται, δεν σημαίνει πως έσβησε. Εξακολουθεί να ζει μυστικά μέσα, βαθιά στον άνθρωπο. Τον ανακαινίζει, τον γεμίζει σιγουριά κι ελπίδα, τον γαληνεύει, τον κάνει πραγματικά ηθικό και αληθινά ελεύθερο. Δυστυχώς, οι πιστοί είναι αναγκασμένοι να «ιδιωτεύσουν».
Αυτή η μοναξιά, η γεμάτη ευαγγελική φτώχεια κι αγάπη, δεν είναι ατομισμός. Ξέρει η μοναχική αυτή ψυχή να δίνεται, να μοιράζεται, και να συμμετέχει, απλά δεν χάνεται στους δαιδαλώδεις δρόμους του εκκλησιαστικού οικοδομήματος, ούτε φρενιάζει με την αλλοτρίωση, ούτε συμβιβάζεται. Χαμογελά στους ανθρώπους και παραδίνεται σ’ Αυτόν που την αγάπησε έτσι όπως είναι, μόνη, πληγωμένη κι αβοήθητη. Σ’ Αυτόν που την αγάπησε μέχρι σταυρού.
Σπύρος Χιόνης.