Φορουμ Φορουμ "Μέθεξη".
Ελεύθερες συζητήσεις / www.methexi.gr

(To φόρουμ είναι ανενεργό. Εδώ βλέπετε έναν αποθηκευμένο διάλογο.)

Το θρησκευτικό βίωμα.
Μετάβαση στη σελίδα Προηγούμενη  1, 2
 
       Φορουμ "Μέθεξη". Αρχική σελίδα -> Θεός και ¶νθρωπος.
 
Συγγραφέας Μήνυμα
Δημήτρης



Συμμετάσχουν: 04 Ιαν 08
Δημοσιεύσεις: 12
Τόπος: Αθήνα

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Παρ Ιαν 11, 2008 6:33 pm    Θέμα δημοσίευσης:  

Φίλε μου, δεν πήρα κάτι προσωπικά. Αν δίνω αυτήν την εντύπωση, ίσως φταίει η γραπτή γλώσσα που μας στερεί από την μη λεκτική επικοινωνία (γλώσσα του σώματος).

«Έχω πέντε φλουριά στην τσέπη μου, να τα!». Ο πιστός μοιάζει να λέει «Κι εγώ έχω πέντε φλουριά στην τσέπη μου αλλά πιστεύω ότι κάπου υπάρχει ένα βουνό φλουριά. Που να 'ναι άραγε;».
- Laughing Πολύ καλό!

Για την πρώτη παράγραφο νομίζω ψιλοσυμφωνούμε στο βαθμό που δέχεσαι το βίωμα ως ένα επιπλέον κριτήριο. Δεν έχω κάτι να προσθέσω.

«Κι έτσι, ενώ με τους καλικάτζαρους δεν έχω κίνητρο ν’ ασχοληθώ, εδώ έχω».
-Πάνω σε αυτό όμως έχω κάποιες αμφιβολίες: το ότι έχουμε κίνητρο ν’ ασχοληθούμε με κάτι αυτό δεν το καθιστά, απαραίτητα, και φιλοσοφικά έγκυρο.

-Φυσικά! Αλλά νομίζω τα έχουμε ήδη πει αυτά: Χρειάζονται κριτήρια και το ζήτημα είναι ποια θα δεχτούμε. Δε θέλω να επαναλαμβάνομαι, καθώς έχω εξηγήσει πώς αντιλαμβάνομαι την έννοια «κριτήριο» και έχω επισημάνει, συμφωνώντας μαζί σου, για το πόσο δύσκολο είναι το να αξιολογούμε ένα βίωμα..

Φυσικά και δε θα ήσουνα μακάκας σε περίπτωση που άναβες ένα κερί για όσους αγαπάς. Όπως δεν είσαι μακάκας όταν πίνεις στην υγειά κάποιου φίλου που λείπει, όταν γράφεις ένα ποίημα για ένα μεγάλο σου έρωτα
-Εγώ πάντως, νομίζω πως υπάρχει μια διαφορά. Ανάβοντας το κερί δεν μ’ ενδιαφέρει μόνο το να εκτονώσω το συναίσθημά μου (όπως όταν π.χ. «όταν γράφεις ένα ποίημα για ένα μεγάλο σου έρωτα». Ένα ποίημα που ο έρωτάς σου δεν θα παραλάβει ποτέ...). Γιατί με αυτήν την προσευχή θέλω η αγάπη μου να φτάσει στον άλλον και να τον ευεργετήσει. Νομίζω πως, όντως, θα ένιωθα μαλάκας αν έκανα μια τέτοια κίνηση, έχοντας την κοσμοθεώρηση του Dawkins. Γιατί «μαλακία» τι είναι: το να έχω μια φυσική λειτουργία (εν προκειμένω της αγάπης), η οποία κανονικά απευθύνεται σε κάποιον και να την «απολαμβάνω» μόνος μου «προσευχόμενος», ενώ ο άλλος δεν εισπράττει τίποτα...

Πάντως, για να είμαστε σωστοί, πρέπει να μην περιορίζουμε τον υλισμό στα πλαίσια του Dawkins ή του Marx. Έχω ακούσει υλιστικές θεωρίες που αποδέχονται τη δύναμη της προσευχής ακόμη κι αν δεν πιστεύουν στην ύπαρξη Θεού ή σε κάτι εκτός από ύλη. Υποστηρίζουν ότι η κβαντομηχανική αφήνει ανοιχτό το σενάριο ο ανθρώπινος εγκέφαλος να έχει την ικανότητα να επιδρά με αυτόν τον τρόπο.
Σε αυτά τα πλαίσια, λοιπόν, ακόμη κι ένας υλιστής θα μπορούσε να ανάψει το κερί, πιστεύοντας ότι η αγάπη του θα φτάσει στο αγαπημένο του πρόσωπο. Εντυπωσιακό, ε;

«Η ασφυξία, για την οποία μιλάω αφορά στους ανθρώπους που η ζωή τους χαραμίστηκε μέσα στις θρησκευτικές ενοχές, μέσα στην αυτοτιμωρία και στην κατάθλιψη.» κ.τ.λ.
-Συμφωνώ σε όσα λες. Απλά ήθελα να επισημάνω (πιο πολύ για τους άλλους αναγνώστες) ότι το “κάτι περισσότερο” δεν σημαίνει απαραίτητα ότι «ασφυκτιούμε» κι ότι δεν υποστηρίζω ότι «πρέπει, σώνει και καλά, πίσω απ’ ο,τιδήποτε αδυνατούμε να συλλάβουμε ή να ερμηνεύσουμε να κολλάμε την ετικέτα “Θεός”;»
Ήθελα να επισημάνω πως, όπως πρέπει να αποσυνδέσουμε στο μυαλό μας την αθεϊα από την ανηθικότητα ή την απουσία νοήματος στη ζωή, πρέπει να αποσυνδέσουμε και την πίστη από τις θρησκειακές διαστροφές της.

Όλα αυτά που λές (για την πίστη που προκαλεί την «ασφυξία ενός σώματος γεμάτου ανάγκες, χυμούς κι επιθυμίες» και που μας εμποδίζει «να κυλιστούμε αυθόρμητα στο παρόν») είναι πάρα πολύ σημαντικά και τα συμμερίζομαι, αλλά σκέπτομαι μήπως πελαγώνει τον διάλογο η κριτική σε μια πίστη (ή απιστία) που δεν αντιπροσωπεύει εμένα (ή εσένα αντίστοιχα). Αν αρχίσω κι εγώ την κριτική προς αθεϊστηκές τάσεις που π.χ. δεν πιστεύουν σε ηθική ή δεν εντοπίζουν κάποιο νόημα στη ζωή, θα ανοίξει υπερβολικά η κουβέντα και θα χαθούμε σε δεκάδες διαφορετικές κατευθύνσεις.
Έχω διαβάσει, ας πούμε, και την εξής τάση: «Δεν υπάρχει καλό και κακό. Υπάρχει ευχάριστο και δυσάρεστο. Οι άλλοι είναι αντικείμενα που χρησιμοποιώ για τη δική μου ευχαρίστηση. Θα προέδιδα λοιπόν τους «φίλους» μου στους Ναζί χωρίς κανέναν δισταγμό, προκειμένου τα έχω καλά με την εξουσία. ». Προφανώς, δεν έχεις σχέση με αυτήν την αθεϊστική τάση...
(Ελπίζω δηλαδή...
Χμμ... Πρέπει να προσέχω περισσότερο με ποιους κάνω παρέα...)
Γι’ αυτό και δεν ασχολήθηκα μαζί της.

Γι’ αυτό προτείνω να κάνουμε έναν πρώτα έναν διάλογο μεταξύ του δικού σου αγνωστικισμού (που τείνει προς την αθεΐα) με τον δικό μου (που τείνει προς την πίστη) κι όταν νιώσουμε ότι καλυφθήκαμε, πάμε και στις άλλες εκδοχές.

Για μένα, ας πούμε, το όποιο βίωμα έχω ζήσει σε συνδυασμό με την εμπιστοσύνη που έχω στη μαρτυρία κάποιων αγίων ανθρώπων, θα ήταν αρκετό για είναι η πίστη μου αρκετά ισχυρή.
Εκεί που η πίστη μου (σε έναν Θεό αγάπης) κλονίζεται, είναι όταν έρχομαι αντιμέτωπος με το πρόβλημα του κακού (της δικής μου ζωής ή της ζωής των άλλων).. Πώς να πιστέψω σε έναν Θεό αγάπης που επιτρέπει αυτή την τραγωδία, αυτόν τον πόνο μέσα στον κόσμο; Ακόμη και μέσα στη φύση όπου το ισχυρότερο ζώο κατασπαράζει το πιο αδύναμο;
Έχω ακούσει διάφορες απαντήσεις, αλλά καμία δεν με καλύπτει. Μία την έχω διαβάσει από έναν Εβραίο που επιβίωσε από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Έγραψε μια ομιλία: «Η έννοια του Θεού μετά το ¶ουσβιτς» στην οποία υποστηρίζει πως ο Θεός, παραχωρώντας ελευθερία στα πλάσματά του, αναπόφευκτα, παραχώρησε και κάτι από την παντοδυναμία Του.


Έχει επεξεργασθεί από τον/την Δημήτρης στις Σαβ Ιαν 26, 2008 1:16 am, 1 φορά
Επιστροφή στην κορυφή
Επίσκεψη στην ιστοσελίδα του Συγγραφέα
Δημήτρης



Συμμετάσχουν: 04 Ιαν 08
Δημοσιεύσεις: 12
Τόπος: Αθήνα

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Κυρ Ιαν 13, 2008 2:59 pm    Θέμα δημοσίευσης:  

Παιδιά, για όποιον τυχόν απορήσει, ενημερώνω ότι ο Big Panda δε θα μπορέσει να συμμετάσχει για 1-2 βδομάδες στο διάλογο, γιατί δεν θα έχει πρόσβαση στο internet.
Επιστροφή στην κορυφή
Επίσκεψη στην ιστοσελίδα του Συγγραφέα
Big_Panda



Συμμετάσχουν: 03 Ιαν 08
Δημοσιεύσεις: 6

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Τρι Ιαν 29, 2008 8:51 pm    Θέμα δημοσίευσης:

Μετά από μια ακόμη (και προς το παρόν) επιτυχή αναμέτρηση με τη νοσοκομειακή κοινότητα, πραγματικά εύχομαι όχι μόνο η φυσική παρουσία αλλά και οι σκέψεις όλων αυτών των ανθρώπων, που βρέθηκαν στο πλευρό μου και μου στάθηκαν, να συνέβαλαν στη θετική έκβαση της υγείας μου. Ωστόσο, οι αμφιβολίες μου είναι ισχυρότερες των ελπίδων μου, φίλε Δημήτρη.

Γράφεις:

«Εγώ πάντως, νομίζω πως υπάρχει μια διαφορά. Ανάβοντας το κερί δεν μ' ενδιαφέρει μόνο το να εκτονώσω το συναίσθημά μου (όπως όταν π.χ. «όταν γράφεις ένα ποίημα για ένα μεγάλο σου έρωτα». Ένα ποίημα που ο έρωτάς σου δεν θα παραλάβει ποτέ...). Γιατί με αυτήν την προσευχή θέλω η αγάπη μου να φτάσει στον άλλον και να τον ευεργετήσει»

Έχω υπόψιν μου τις αναφορές σου σε μια ρηξικέλευθη κβαντομηχανική προσέγγιση της προσευχής από κάποιον πρώην μοναχό, όμως προς το παρόν αγνοώ τη συγκεκριμένη θεωρία στις λεπτομέρειές της. Επιφυλάσσομαι λοιπόν έως ότου τη διαβάσω και διατυπώνω τις ακόλουθες θέσεις.

Όσον αφορά στην παραπάνω προσδοκία σου, συμφωνώ τελικά ότι υπάρχει διαφορά. Αδυνατώ όμως να συλλάβω μια πειστική θεμελίωσή της. Θα επαναλάβω τη θέση μου πως η πραγματικότητα μιας επιθυμίας μας δεν καθιστά την επιθυμία πραγματικότητα, όσο δυνατή, ειλικρινής ή αλτρουιστική κι αν είναι η επιθυμία αυτή. Εδώ θα διατύπωσω δύο αμφιβολίες μου. Η μία έχει επιστημονική βάση και η δεύτερη εμπειρική.

α) Σχετικά πρόσφατα, ολοκληρώθηκε από ερευνητές του Harvard το μεγαλύτερο και αυστηρότερο πείραμα (so far), πάνω στη θετική επίδραση της προσευχής. Το πείραμα εξέτασε τρεις ομάδες ασθενών, που ανάρρωναν από εγχείρηση by pass και, τελικά, απέτυχε να επιβεβαιώσει μια τέτοια θετική επιρροή. Αντιθέτως μάλιστα διαπίστωσε αρνητική έκβαση στην ομάδα των ασθενών που γνώριζαν με βεβαιότητα πως κάποιοι προσεύχονταν γι’ αυτούς. Για περισσότερες λεπτομέρειες ένα από τα σχετικά links είναι το: http://www.news.harvard.edu/gazette/daily/2006/03/30-prayer.html

Φυσικά, υποθέτω πως οι ενστάσεις και οι επικρίσεις για το προαναφερθέν πείραμα δε θα είναι λίγες. Μικρότερης κλίμακας και λιγότερο έγκυρα πειράματα είχαν προηγηθεί με αντιφατικά αποτελέσματα. Γιατί, λοιπόν, αν η προσευχή είχε μια πραγματική και καθοριστική δράση στις ζωές μας αδυνατεί να δώσει ξεκάθαρα και αποστομωτικά αποτελέσματα, τέτοια δηλαδή που να ξεπερνούν τα όρια του στατιστικού σφάλματος αλλά, συνάμα, να αποδίδουν σχετικά σταθερές μετρήσεις σε κάθε πειραματική επανάληψη;

Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι ο ανθρώπινος παράγοντας είναι εξαιρετικά πολύπλοκος και ακριβώς επειδή οι χιλιάδες μεταβλητές που τον καθορίζουν σε κάθε χρονική στιγμή διαφέρουν, θα μπορούσαν να διαφέρουν και τα αποτελέσματα της προσευχής. Με άλλα λόγια, ας πούμε ότι κανείς δεν προσεύχεται με τον ίδιο τρόπο δυο φορές. Θα μπορούσαμε επίσης να ισχυριστούμε ότι η δύναμη της προσευχής είναι μια ικανότητα ή μια δύναμη του σύμπαντος, την οποία μόλις τις τελευταίες χιλιετίες το είδος μας έφτασε σε ένα τέτοιο εξελικτικό επίπεδο που του επιτρέπει να την δαμάσει και να την καλλιεργήσει. Διανύουμε ίσως μια μεταβατική περίοδο νοητικής εξέλιξης που μας επέτρεψε μια πρώτη επαφή με αυτή την ικανότητα. Σε μερικές χιλιάδες χρόνια θα μπορούσε η δια της προσευχής ή της σκέψης αλληλεπίδραση να είναι μια συνήθης πραγματικότητα.

Μια πιο ρεαλιστική ένσταση θα ήταν δυνατόν να επικεντρωθεί στη συναισθηματική απόσταση των ατόμων που προσεύχονταν από τα αντίστοιχα «πειραματόζωα». Οι πρώτοι, αν δεν κάνω λάθος, γνώριζαν μονάχα το όνομα ή τα αρχικά του ασθενούς. Ετούτη η επιστημονική αποστείρωση θα μπορούσε τελικά να είναι και η αχίλλειος πτέρνα της έρευνας, καθότι αποστέρησε από την προσευχή τη δύναμη της ανθρώπινης επαφής και επικοινωνίας. Πώς θα μπορούσε η προσευχή που απευθύνεται στα δυο αρχικά ενός ξερού ονοματεπώνυμου να είναι ισχυρότερη από εκείνη προς κάποιο απτό πρόσωπο, που πονάει, που υποφέρει, που αγωνιά; Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο συναισθηματικός δεσμός ίσως θα πρέπει ν’ αποτελεί μια ισχυρή μεταβλητή κάθε παρόμοιου εγχειρήματος κατανόησης. Έτσι ερχόμαστε στη δεύτερη αμφιβολία μου, η οποία βασίζεται περισσότερο στην προσωπική εμπειρία.

β) Θα περιμέναμε, λοιπόν, η προσευχή που θα γινόταν με την μεγαλύτερη δυνατή ελπίδα και δύναμη, να ήταν μεταξύ ανθρώπων που διατηρούν ένα ισχυρό δέσιμο, μια κοινωνία εξαιρετικού συναισθηματικού βάθους και έκτασης. Ένα πολύ καλό τέτοιο παράδειγμα θεωρώ ότι θα αποτελούσε η αγάπη μιας μάνας προς το παιδί της. Θα περιμέναμε λοιπόν η πίστη ή, αν θέλετε, η ένταση και το πάθος με το οποίο μια μάνα προσεύχεται κι εκλιπαρεί για την υγεία του παιδιού της, που μπορεί να χαροπαλεύει στο κρεβάτι κάποιου νοσοκομείου, να ήταν ένας εξαιρετικός δείκτης για την αποτελεσματικότητα της προσευχής.

Επιτρέψτε μου εδώ να αναφωνήσω χωρίς ίχνος σατιρικής διάθεσης, αλλά κυρίως με πίκρα και απελπισία: «κουραφέξαλα» και «κολοκύθια με τη ρίγανη»! Πέρασα αρκετούς μήνες σε δωμάτια νοσοκομείων και είδα ένα σωρό μανάδες να παρακαλούν ολόψυχα και να ελπίζουν με κάθε κύτταρο ψυχής. Η καθεμία με τον τρόπο της: άλλη με πίστη, άλλη με λυγμούς, άλλη με κυνισμό, άλλη με στωικότητα, άλλη με ταπεινότητα, άλλη με οργή. Όλες όμως με κοινό παρονομαστή την αγάπη, το νοιάξιμο. Απάντηση στις προσευχές τους ερχόταν πολύ συχνά – άλλοτε μετά από μερικές μέρες κι άλλοτε μετά από εβδομάδες ή μήνες – όχι φυσικά η αναμενόμενη αλλά πάνω σ’ ένα φορείο καλυμμένο με σεντόνι, που φυγαδευόταν εν ριπεί οφθαλμού, προτού η μυρωδιά του θανάτου ποτίσει τους θαλάμους ή τις ψυχές των υπόλοιπων από εμάς.

Κάποιοι συνέχισαμε να ζούμε, κάποιοι πέθαναν. Τι ήταν αυτό που διαφοροποίησε την έκβαση; Για λόγους ιδεολογικής ταπεινότητας (δεν μιλώ για ψευτο–μετριοφροσύνη) αρνούμαι να δεχτώ ότι η μάνα μου ή κάποιες μανάδες (ή κάποιοι ασθενείς) προσεύχονταν «καλύτερα», ισχυρότερα ή με περισσότερη «πίστη» και γι’ αυτό τα κατάφεραν, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους που προσευχήθηκαν «χειρότερα» ή πιο αδύναμα. Αρνούμαι κάθε τέτοια σύγκριση καθώς έβλεπα ανθρώπους με τόσην ευγένεια και πίστη να θερίζονται με την ίδια δημοκρατικότητα θανάτου, αυτή που μοιραζόμαστε όλοι μας.

Ακόμα λοιπόν κι αν η «πίστη» με την οποία προσευχόμαστε, αγγίζει σε ένταση και ελπίδα εκείνη με την οποία μια μητέρα παρακαλάει για το παιδί της, δεν είναι ικανή να επιφέρει οφθαλμοφανώς στατιστική αλλοίωση του «πεπρωμένου», τότε σε ποια κατηγορία θα πρέπει να κατατάξουμε την προσευχή, πέρα από εκείνη μιας απλής προσωπικής παραμυθίας;

Η επίγεια αγάπη, άρα και η προσευχή, ξεκινάει καταρχήν από μια δική μας ανάγκη κι ένα δικό μας συναίσθημα. Πρωτίστως, θεωρώ ότι είναι δική μας έκφραση. Αν τα λόγια έχουν και θεραπευτική δράση με κάποιον τρόπο θα έπρεπε να μας απασχολεί στο βαθμό που αδυνατούμε να κάνουμε τα λόγια μας πράξη. Φυσικά και εύχομαι τα άτομα που αγαπώ να είναι πάντα καλά, όμως δεν βλέπω γιατί σε μια φύση αμοραλιστικά σκληρή απέναντι στα πλάσματά της θα έπρεπε να περιμένω απ’ την ευχή μου να δράσει με «μαγικό» τρόπο. Ορθώνω το ανάστημά μου, τη φυσική μου υπόσταση, και κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να γίνει η ευχή μου πραγματικότητα, αγωνίζομαι, παλεύω. Εκεί που οι δικές μου δυνάμεις μ’ εγκαταλείπουν, εκεί που ομολογώ φυσική και ψυχική αδυναμία, σ’ αυτό το σημείο μηδέν της ύπαρξης η ελπίδα και η έκφρασή της ως (προσ)ευχή δεν έχει τίποτε να μου προσφέρει πέρα από έναν καθρέφτη της ψυχής μου. Το μόνο ουσιαστικό μου όπλο στην ήττα είναι η εγκαρτέρηση.

Ως προς την τελευταία σου παράγραφο:

Δημήτρη, κάποια στιγμή το κουβεντιάσαμε λίγο κι από κοντά. Σου είχα πει ότι αν πίστευα, η θεολογική προσέγγιση για την ύπαρξη του κακού ως συνέπεια της ανθρώπινης ελευθερίας, θεωρώ ότι θα με κάλυπτε σε μεγάλο βαθμό, εννοείται ορθολογικά και όχι συναισθηματικά. Η παθητικότητα ενός πατέρα που δεν παρεμβαίνει όταν το παιδί του τσακώνεται με κάποιο άλλο, είναι δυνατό να οφείλεται όχι σε αδιαφορία ή αδυναμία αλλά στη γνώση ότι αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος ώστε το παιδί του να κάνει ένα βήμα προς την ωριμότητα, μαθαίνοντας έτσι να αντιμετωπίζει μόνο του τις δυσχέρειες μιας δύσκολης ζωής. Μπορεί ακόμη η λέξη «παθητικότητα» να μην είναι η σωστή αλλά να λέγαμε καλύτερα «ενεργητική μη–συμμετοχή», δηλώνοντας έτσι όχι αδυναμία αλλά συνειδητή θέση.

Ακόμη και με ψυχολογικούς όρους να το θέσει κανείς, «ο Carl Jung είχε μιλήσει για «μονόπλευρους ανθρώπους», ανθρώπους δηλαδή που η ωριμότητά τους καθυστερεί λόγω του ότι η γονείς τους ζουν για υπερβολικά πολύ χρόνο». Εδώ θέλω να δείξω ότι, τελικά, ακόμη και η παρουσία ενός γονέα μπορεί να αποτελεί τροχοπέδη στην ωρίμανση, όσο κι αν αυτό μας φαίνεται σκληρό σαν διατύπωση ή διαπίστωση. Από αυτή την οπτική είναι ορθή όχι μόνο η μη–παρεμβατικότητα του Θεού αλλά και η μη–πρόδηλη παρουσία του. Γιατί δηλαδή να μην είναι έλλειψη ωριμότητας η άποψη ότι «ο άνθρωπος είναι πηγή δεινών, τι κάνει ο Θεός γι’ αυτό» αντί της «ο άνθρωπος είναι πηγή δεινών, τι κάνει ο άνθρωπος γι’ αυτό»; Τι αξία έχει μια οντότητα, η οποία με κάθε δυσκολία επικαλείται το «μπαμπά» της να την ξελασπώσει; Με αυτό τον τρόπο, θα καταλήγαμε σε μια κοινωνία κατ’ επίφαση ειρηνική κι αγαπημένη, κάτω από τη συνεχή παρουσία (τη σιγουριά ή το φόβο) της πατρικής εξουσίας. Μια κοινωνία, η οποία δε θα είχε καταφέρει ποτέ να υπερβεί τους σπόρους του κακού, θα τους κουβαλούσε ες αεί λανθάνοντες στα σωθικά της με την απόλυτη βεβαιότητα οτι θα εκδηλώνονταν εκ νέου με την πρώτη ευκαιρία. Έτσι το μόνο που θα καταφέρναμε θα ήταν να παλινδρομούμε συνεχώς από τη μία κατάσταση στην άλλη, αναζητώντας ξανά και ξανά την πατρική παρέμβαση. Δε με γοητεύει ιδιαίτερα αυτή η εκδοχή.

(Από την άλλη σκέφταμαι πως αν ο άνθρωπος καταφέρνε κάποτε, πλησιάζοντας στα πέρατα του χρόνου, να κατακτήσει την πληρότητα της θεϊκής αγάπης, αυτό θα τον καθιστούσε περισσότερο αξιέπαινο κι απ’ τον ίδιο το Θεό, ο οποίος ως Πανάγαθος στην ουσία του ουδέποτε αναγκάστηκε ν’ αγωνιστεί για να κερδίσει το Είναι Του!)

Συμφωνώ τώρα ότι κάποια μαθήματα ίσως να είναι εξαιρετικά σκληρά και, συνεπώς, αδυνατούμε να αντιληφθούμε τι το ουσιαστικό μπορεί να κρύβεται πίσω από τόση αγωνία και τόσο πόνο; Αλλά, όπως σου είπα, εγώ δεν πιστεύω και συνεκδοχικά όλος αυτός ο υπέρμετρος και παράλογος πόνος απλώς εντείνει την αθεΐα μου (δεν είναι η πηγή της), αφού δεν περιμένω την έλευση οποιασδήποτε δικαίωσης σε κάποιο αόριστο και μελλοντικό πλήρωμα του χρόνου. Αντιθέτως, δε θα περίμενα από κάποιον που πιστεύει ουσιαστικά κάτι περισσότερο από έναν παροδικό και όχι ιδαίτερα ανησυχητικό κλονισμό πίστης, ακριβώς γιατί αυτός ελπίζει σε μια τελική δικαίωση και αποκατάσταση.

Η σύλληψη του Εβραίου στοχαστή είναι εξαιρετική, αλλά «πού πας ρε Καραμήτρο» θα έλεγα αν ήμουν… Θεός! Αδυνατώ να καταλάβω πώς θα μπορούσαμε με την στοιχειώδη μας λογική να αντιληφθούμε την ουσία και τη βούληση μιας συνείδησης που υπερβαίνει το χώρο και το χρόνο του φυσικού σύμπαντος. Εδώ μιλάμε για τη σχετικότητα και τη κβαντομηχανική μόλις έναν αιώνα κι αδυνατούμε να αντιληφθούμε νοητικά, πέρα από τις σχετικές εξισώσεις, την ουσία αυτών των θεωριών, παρ’ ότι επαληθεύονται συνεχώς πειραματικά. Τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι ενώ τα βρίσκουμε μπαστούνια σε μια στοιχειώδη φυσική πραγματικότητα έχουμε τα προσόντα να κατανοήσουμε το μέγιστο Λόγο του σύμπαντος, δηλαδή το Θεό; Μα αν αυτό ήταν δυνατό χαζός θα ήμουν να μην πιστεύω; (Το λέω αυτό πειραχτικά, για να μην παρεξηθώ από κανέναν ότι τώρα είμαι… εξυπνάκιας!)

Αλλά να η αφορμή για μερικές σκέψεις ακόμη:

Χρειαζόταν τους έξι εκατομμύρια νεκρούς Εβραίους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για να συνειδητοποιήσει κανείς την απουσία θεϊκής παρέμβασης; Γιατί ο Θεός μας λείπει μονάχα στον πόνο και δεν τον αναζητούμε να μοιραστεί επίσης τη χαρά μας με την παρουσία του; Αν συμβαίνει αυτό, τότε σκεφτόμαστε και κρίνουμε με δυο μέτρα και σταθμά. Αντιθετοαντίστροφα, αν κοινωνούμε την παρουσία του στις στιγμές ευτυχίας και πληρότητας, γιατί αδυνατούμε να τον βιώσουμε στη δυστυχία; Για ποιο λόγο ένας Θεός ασύλληπτης αγάπης να εμφανίζεται στα εύκολα αλλά να απουσιάζει στα δύσκολα; Εγώ πιστεύω ότι αυτό δεν έχει να κάνει, τελικά, με τον ίδιο το Θεό αλλά με τη δική μας αντίληψη. Πριν, λοιπόν, ξεκινήσουμε να κρίνουμε τη δική Του δράση γιατί δεν αποφασίζουμε επιτέλους να υιοθετήσουμε εμείς μια συγκεκριμένη και ώριμη στάση, παρά μυξοκλαίμε την ορφάνια μας στις καταιγίδες αλλά η ματιά μας δεν καταφέρνει να ξεπεράσει τη φουσκωμένη μας κοιλάρα τις ημέρες της λιακάδας;

Big Panda the bear
Is finally back!
For the most part he's fair
But some spots are black.

He's open to reason
But faith he lacks,
So when's hunting season
And fears of being prey,
He faces the facts
When other bears pray.

Death, oh Lord, he dreads
And female bears too,
But all he forgets
For a tone of bamboo!


Έχει επεξεργασθεί από τον/την Big_Panda στις Πεμ Ιαν 31, 2008 4:20 am, 1 φορά
Επιστροφή στην κορυφή
Επίσκεψη στην ιστοσελίδα του Συγγραφέα
Δημήτρης



Συμμετάσχουν: 04 Ιαν 08
Δημοσιεύσεις: 12
Τόπος: Αθήνα

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Πεμ Ιαν 31, 2008 2:26 am    Θέμα δημοσίευσης:  

Καλώς ήλθες, Big!

α) Τα πειράματα που περιγράφεις, σύμφωνα με τη δική μου αντίληψη, ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένα, και όχι μόνο λόγω των δικών σου (πολύ εύλογων) ενστάσεων. Γιατί έχω μια υποψία πως, αν υπάρχει Θεός, έφτιαξε έτσι τον κόσμο ώστε να μην μπορεί να αποδειχτεί η ύπαρξή Του με επιστημονικά δεδομένα. Κάτι σαν «Αρχή απροσδιοριστίας του Θεού», ας πούμε.. Τώρα, το γιατί να φτιάξει έτσι τον κόσμο είναι μια άλλη κουβέντα... Υπάρχει κι ένα σχετικό διήγημα του Μπόρχες στο οποίο, αν θυμάμαι καλά, ένας άγιος άνθρωπος δεν θέλησε να κάνει ένα θαύμα μπροστά σε ανθρώπους που αμφισβητούσαν τα θαύματα, γιατί αυτό θα τους στερούσε από το «δικαίωμα στην απιστία». Κάτι με ένα ρόδι, νομίζω. Θα μπορούσα να το ψάξω και αν σου πω πιο συγκεκριμένα.

β) Οι εμπειρικές σου αμφιβολίες με άγγιξαν πολύ περισσότερο. Οι προβληματισμοί σου είναι και δικοί μου, τόσο που προς στιγμήν αναρωτιέμαι αν μπορώ να συμβάλω στο διάλογο. Γιατί η διαφορά μας δεν βρίσκεται τόσο σε επίπεδο διανοητικής διαφωνίας αλλά είναι κυρίως βιωματική: σ’ εμένα συμβαίνει πιο συχνά το να μου «λέει κάτι» π.χ. το να ανάψω ένα κερί σε έναν ναό ή σε μια παραλία. «Κάτι» κάνει μέσα μου το να εκκλησιάζομαι, κάποιες φορές. Και απλά δεν επιτρέπω στις αναπάντητες ερωτήσεις να μού το στερήσουν.
Δεν έχω λοιπόν τις απαντήσεις, αλλά δεν περιμένω να τις βρω πρώτα για να προσευχηθώ, εφ’ όσον αυτό νιώθω να έχει νόημα για μένα. Κι εδώ που τα λέμε, αυτό κάνουμε όλοι οι άνθρωποι, είτε θέλουμε να το παραδεχτούμε είτε όχι: Π.χ. μήπως για να χαρούμε μια ταινία απαιτούμε να καταλάβουμε τις διαδικασίες που συμβαίνουν στον εγκέφαλο καθώς την παρακολουθούμε; Όχι. Αφηνόμαστε στο βίωμα, εφ’ όσον αυτό νιώθουμε ότι έχει νόημα για μας.
Τα ερωτήματα δεν τα υποτιμώ, αλλά το «πού πας ρε Καραμήτρο» είναι μια ισχυρή απάντηση: Δεν θα τις βρούμε όλες τις απαντήσεις. Ας προσπαθήσουμε να δώσουμε όσο μπορούμε μεγαλύτερο νόημα στη ζωή, με όποιον τρόπο αισθανόμαστε καλύτερο. Ακόμη και να μην υπάρχει Θεός, το θρησκευτικό βίωμα μπορεί να έχει κάτι το αληθινό μέσα του, να προσφέρει ένα νόημα που δεν περιορίζεται σε αυθυποβολές. Κι επομένως, ακόμη και να μην υπάρχει Θεός, η πίστη σε Αυτόν μπορεί να έχει κάποια πολύτιμα σπέρματα αλήθειας.

Η τελευταία σου παράγραφος είναι όλα τα λεφτά. Κι η φράση σου «Εγώ πιστεύω ότι αυτό δεν έχει να κάνει, τελικά, με τον ίδιο το Θεό αλλά με τη δική μας αντίληψη» νομίζω πως εντοπίζει την ουσία του προβλήματος. Μου θυμίζεις ένα απόσπασμα από κάτι που είχα γράψει παλιότερα:
«Ο π. Antony Bloom λέει ότι στα νιάτα του (κατά τα οποία ήταν άθεος) ζούσε ευτυχισμένος. Αλλά τού φαινόταν μια ευτυχία χωρίς νόημα κι είχε αποφασίσει ν’ αυτοκτονήσει αν μέσα σε κάποιο χρόνο δεν έβρισκε κάποιο νόημα στη ζωή. Το βρήκε τελικά στο πρόσωπο του Χριστού. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να επιδιώκουμε την ευτυχία, αλλά ότι ο Χριστός ήρθε να μας χαρίσει κάτι βαθύτερο κι από την ευτυχία! (…) Και ο τελευταίος κόκκος άμμου της πιο ξεχασμένης παραλίας έχει αγαπηθεί από τον Θεό. Ο Θεός δεν υπόσχεται ευτυχία, αλλά μας καλεί σε μια τέτοια Αγάπη. Είναι κάτι πέρα από τη φύση του ανθρώπου.»
Επιστροφή στην κορυφή
Επίσκεψη στην ιστοσελίδα του Συγγραφέα
      Όλες οι Ώρες είναι GMT + 2 Ώρες
Μετάβαση στη σελίδα Προηγούμενη  1, 2
Σελίδα 2 από 2

Powered by phpBB © 2001, 2005 phpBB Group
Hellenic (Greek) by Alex Xenias