Οι περί έρωτος διδασκαλίες στον Ψευδο-Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη.

 

Ανάμεσα στα κείμενα-σταθμούς της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, εξέχουσα θέση κατέχουν τα λεγόμενα Αρεοπαγιτικά συγγράμματα. Ονομάστηκαν έτσι διότι απεδόθησαν εσφαλμένα στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, τον μνημονευόμενο στις Πράξεις μαθητή του Αποστόλου Παύλου και πρώτο επίσκοπο των Αθηνών. Χρονολογούνται περί την αρχή του 6ου αιώνα. Ο μυστηριώδης συντάκτης τους είναι άγνωστος. Φαίνεται, ωστόσο, ότι τελεί υπό την επιρροή του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πρόκλου. Τα εν λόγω γραπτά συνοψίζουν τον θεολογικό αποφατισμό της ελληνικής εκκλησιαστικής παράδοσης, αξιοποιώντας τη νεοπλατωνική ορολογία και προβληματική. Σχολιάσθηκαν από το Μάξιμο τον Ομολογητή και μεταφράσθηκαν στα λατινικά από τον Ιωάννη Σκώτο Εριγένη. Άσκησαν τεράστια επίδραση στη διαμόρφωση της μεσαιωνικής φιλοσοφίας και θεολογίας και συγκρότησαν τη θεωρητική βάση τόσο του ανατολικού όσο και του δυτικού μυστικισμού. Από το έργο Περί θείων ονομάτων σταχυολογούμε ενδιαφέρουσες σκέψεις για τον έρωτα, τις οποίες και παραθέτουμε παρακάτω.

ερωτευμένο ζευγάρι

 

Η δημιουργία του κόσμου θεωρείται αποτέλεσμα του «αγαθοεργού» έρωτα του Θεού για τα όντα. Ο έρωτας προϋπάρχει «καθ’ υπερβολήν» εντός του Θεού και Τον κινεί προς δημιουργική εξωτερίκευση, δεν Τον αφήνει να παραμείνει άγονος μέσα στον Εαυτό Του. Από το ξεχείλισμα της πλεονάζουσας γεννητικής ενέργειας του Θεού προκύπτουν τα πάντα. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι το όνομα του έρωτα είναι θεϊκότερο απ’ αυτό της αγάπης, αν και πολλοί θεολόγοι τα λαμβάνουν ως ταυτόσημα και ισοδύναμα.

     

      Ο έρωτας των όντων για τον Θεό έχει το χαρακτήρα της επιστροφής προς Αυτόν. Ο έρωτας μεταξύ ομοταγών όντων (π.χ. ο έρωτας ανθρώπου για άνθρωπο) εκδηλώνεται ως κοινωνία, δηλαδή ως σχεσιακή αλληλουχία και συνοχή. Τέλος, ο έρωτας του Θεού για τα όντα εκφράζεται ως πρόνοια γι’ αυτά.

 

       Ο αληθινός έρωτας, ο «όντως έρως», είναι ένας: ο θείος. Πρόκειται για τον έρωτα που εκπηγάζει απ’ το Θεό και διαχέεται στο Σύμπαν. Όμως, η άγνοια του αληθούς έρωτα βυθίζει τα πλήθη των ανθρώπων στον μεριστό, διαιρεμένο, κομματιασμένο, σωματοπρεπή έρωτα, ο οποίος δεν συνιστά παρά είδωλο και έκπτωση του όντως έρωτα. Ο θείος έρωτας είναι εκστατικός. Τούτο σημαίνει ότι ο εραστής παύει να ανήκει στον εαυτό του και παραδίδεται ολοκληρωτικά στον ερώμενο. Ο άνθρωπος εξίσταται (όπως ο μέγας Παύλος), τουτέστιν εξέρχεται από την ατομική του ύπαρξη και δεν ζει πλέον τη δική του ζωή, αλλά τη ζωή του ερωμένου του, δηλαδή του Χριστού. Αλλά και ο των πάντων αίτιος Θεός εξίσταται («έξω εαυτού γίνεται») από υπερβολή ερωτικής αγαθότητας. Παρά την απόλυτη οντολογική υπεροχή και διακριτότητά Του έναντι των κτισμάτων, κατέρχεται («κατάγεται») εκστατικώς προς αυτά. Εκδηλώνει δε τον ασίγαστο έρωτά Του για τα πλάσματα εκχέοντάς τους τις αναρίθμητες πρόνοιές Του. Γι’ αυτό και ζηλωτής (!) προσαγορεύεται από τους θεολόγους, επειδή τρέφει πολύν αγαθόν έρωτα για τα όντα.

       Όσον αφορά στη σχέση του έρωτα με το ωραίο - αγαθό, υποστηρίζονται από τον συγγραφέα τα εξής: ο έρωτας, ως δύναμη που ενοποιεί και συνέχει τα πάντα, προϋπάρχει εντός του ωραίου - αγαθού και χορηγείται από το ωραίο - αγαθό, διά το ωραίο - αγαθό. Επομένως, αρχή και τέλος του έρωτα αποτελεί το ωραίο κι αγαθό, το οποίον ο συγγραφέας ταυτίζει με τον Θεό, απηχώντας την πλατωνική και νεοπλατωνική παράδοση.

 

       Ερχόμαστε, έτσι, στη διατύπωση ενός κυκλικού σχήματος για την κίνηση του έρωτα, το οποίο θα μπορούσε να περιγραφεί συνοπτικά ως ακολούθως: ο έρωτας εκκινεί από τον Θεό, προχωρεί μέχρι τα έσχατα όντα και επιστρέφει πάλι στον Θεό. Πράγματι, οι θεολόγοι καλούν τον Θεό άλλοτε έρωτα – αγάπη και άλλοτε εραστόν – αγαπητόν, σαν να είναι δηλαδή ο Θεός ταυτοχρόνως τόσο το υποκείμενο, όσο και το αντικείμενο του έρωτα. Ως ωραίος και αγαθός, ο Θεός είναι αγαπητός – έραστος από τα όντα. Συνάμα, όμως, είναι και ο αίτιος, ο παραγωγός, ο «προβολεύς» και «απογεννήτωρ» του έρωτα. Ο έρωτας συνιστά έκφανση του Θεού, «εκβλυζομένη» προς τα όντα και επανερχομένη από τα όντα στον Θεό. Όλοι οι επιμέρους έρωτες ανάγονται στον ΕΝΑ και συνεπτυγμένο ΕΡΩΤΑ και ΠΑΤΕΡΑ πάντων των ερώτων (τον Θεό). Ο Θεός δεν είναι μόνον η πρωταρχική πηγή κάθε έρωτα, αλλά, επιπλέον, «επικρατεί» (=κυριαρχεί) και «προκατάρχει» επί όλων των ερωτικών δυνάμεων που δρουν στο πραγματικό. Ο έρωτας που βιώνεται από το σύνολο των πλασμάτων («ο εκ των όντων απάντων ολικός έρως») «ανατείνεται» πάντοτε προς την απωτάτη γενεσιουργό αρχή του, ήτοι τον Θεό, και, μάλιστα, σύμφωνα με την οικεία φύση κάθε πλάσματος («συμφυώς εκάστω»). Άρα, ερμηνεύοντας τις εν λόγω διδαχές, θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι ο έρωτας π.χ. ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα αποτελεί μια κινητική δύναμη «αναγωγό επί τον Θεόν», που καθιστά τον άνθρωπο δέκτη και μέτοχο της θείας ενέργειας. Ο θείος έρως είναι άναρχος και ατελεύτητος. Αφού κάθε έρωτας εκδηλούμενος στον κόσμο είναι, την ίδια στιγμή, προχώρηση του εκκινούντος από τον Θεό έρωτα και επιστροφή στον γεννήτορα των ερώτων, ο έρωτας προβάλλει ως ένας «αΐδιος κύκλος περιπορευόμενος εν απλανεί συνελίξει» (που διαγράφει μια σταθερή ανακύκληση).

 

       Θεμέλιο της οντολογίας του Αρεοπαγίτη αποτελεί η αντίληψη ότι το κακό δεν είναι ον («ουκ άρα ον το κακόν»). Το κακό προκύπτει ως εναντίωση στο αγαθό ή στέρηση του αγαθού ή αποχωρισμός από το αγαθό ή ατελές αγαθό. Όλα τα όντα είναι αγαθά και προέρχονται από το αγαθό («τα όντα πάντα, καθ’ όσον έστι, και αγαθά εστι και εκ ταγαθού»), υφίστανται δε μόνον καθ΄ όσον μετέχουν του αγαθού. Ακόμη και ο ακόλαστος, καίτοι δέσμιος της άλογης επιθυμίας, μετέχει, έστω κατ’ ελάχιστον, του αγαθού. Διότι, ακόμη και στην πορνεία, διατηρείται ένα αμυδρό απήχημα της ενώσεως και της αγάπης («…ο ακόλαστος, ει και εστέρηται ταγαθού κατά την άλογον επιθυμίαν, … μετέχει δε όμως ταγαθού κατ’ αυτό το της ενώσεως και φιλίας αμυδρόν απήχημα»). Δεν είναι το σώμα, η πηγή της κακίας, ούτε η ύλη, εν γένει. Η κακία «παρυφίσταται» και σε ασώματα όντα, όπως οι δαίμονες. Η ύλη είναι αγαθή, ως μετέχουσα του κάλλους, της μορφής και της τάξης του κόσμου.

 

Υστερόγραφο. Επί αιώνες, συγκεκριμένες εκδοχές του χριστιανισμού εργάσθηκαν ακαταπόνητα για να δολοφονήσουν τον έρωτα και να πνίξουν τη σεξουαλικότητα του Ευρωπαίου. Το τίμημα που πληρώνει ο άνθρωπος της μετα-νεωτερικότητας συγκροτείται από την πλήρη αποχαλίνωση του ενστίκτου, την απόλυτη αποϊεροποίηση πολυτιμότατων πτυχών του καθημερινού βίου, την αισθητική της χυδαιότητας, την απόγνωση που κομίζει η ρηχότητα των σχέσεων. Αλλά η περιρρέουσα σύγχυση είναι τόσο συνθλιπτική, όσο εκκωφαντική είναι και η απουσία οιασδήποτε οντολογίας του έρωτα από τον τρέχοντα εκκλησιαστικό λόγο.  

 

Γιώργος Κρανιδιώτης